Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ Δ'

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ
Συνέχεια ''Μέρος 5ο''


Ένα Νέο Ταξίδι

Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, Ο Δημήτρης και η Δώρα ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Ένα βράδυ κατά τη διάρκεια του δείπνου, μιλούσαν, και ο Δημήτρης είπε στη γυναίκα του, «Σου έχω πει την ιστορία για το πώς άφησα το σπίτι μου, ξεκίνησα το σκληρό ταξίδι μου για να βρω την τύχη μου, και το πώς συνάντησα το καφέ πουλάκι που με οδήγησε στον κ. Αετό. Εκείνη ήταν η στιγμή που η ζωή μου άρχισε να αλλάζει. Μετά από κάποια δυσπιστία και αντίσταση από τη μεριά μου ο κ. Αετός μου δίδαξε τα τέσσερα ερωτήματα, και αυτό ήταν που με έφερε στο χωριό, με βοήθησε να βρω μια καλή δουλειά, και τελικά με οδήγησε σε εσένα, γλυκιά μου. Όταν άφησα το σπίτι με τον δίδυμο αδερφό μου, ορκιστήκαμε ότι θα ξαναβρεθούμε αφού βρούμε τη θέση μας στον κόσμο, και σκέπτομαι ότι μάλλον πια έχει έρθει ο καιρός. Αυτό το χωριό δεν είναι πολύ μακριά από το παλιό μου χωριό και την οικογένεια μου, και μου λείπουνε πολύ όλοι τους. Αναρωτιέμαι τι να κάνουνε.
Θέλω να σου τους γνωρίσω τελικά, αλλά θα μου επέτρεπες σε παρακαλώ να ταξιδέψω πρώτα εκεί μόνος μου, να τους πω τα υπέροχα νέα μου και να σχεδιάσω για το πότε θα μπορούσες να με συνοδέψεις και εσύ εκεί;»

«Φυσικά αγάπη μου», είπε η Δώρα με το ειλικρινές χαμόγελο της. «Πήγαινε με τις ευλογίες μου και σε παρακαλώ πες τους ότι τους στέλνω την αγάπη μου, και ότι ανυπομονώ να τους γνωρίσω και να γίνω μέρος της οικογένειας σου.»

Με την καθοδήγηση των τεσσάρων ερωτήσεων, τα σχέδια έγιναν με τον εργοδότη του Δημήτρη για κάποιο χρόνο εκτός εργασίας, και μέσα σε δύο εβδομάδες, είχε αποχαιρετήσει τη γυναίκα του και έπαιρνε τον δρόμο για το πατρικό του σπίτι. Καθώς περπατούσε, αναρωτιόταν τι θα βρει και πώς θα πει στην οικογένεια του για τις εμπειρίες του από την αναχώρηση του. Ευχόταν να είχε κάποιο τρόπο να επικοινωνήσει με τον Διονύση, αλλά ίσως ο Διονύσης να είχε ήδη επισκεφτεί το σπίτι. Ίσως οι γονείς του να γνώριζαν για το που βρίσκεται ο αδερφός του και για τις δικές του περιπέτειες μετά το χωρισμό τους στο σταυροδρόμι.
Ο Δημήτρης σφύριζε ενώ περπατούσε σε ένα χαλικόστρωτο μονοπάτι, και σκεφτόταν για όλα τα πράγματα που θα ήθελε να κάνει, τα μέρη που θα ήθελε να επισκεφτεί και για τους ανθρώπους που θα ήθελε να δει στη σύντομη επίσκεψη του. Ανυπομονούσε να τους πει για τη νέα του νύφη, το ζεστό σπιτικό του και την ενδιαφέρουσα δουλειά του. Αποφάσισε ότι χρειαζόταν ένα σχέδιο, αλλιώς ο χρόνος θα περνούσε πολύ γρήγορα.
Καθώς προχωρούσε άρχισε να σκέφτεται τις τέσσερις ερωτήσεις σχετικά με την επίσκεψη του. Όταν τελείωσε, ήξερε με λεπτομέρεια τι ήθελε να κάνει εκεί (και ακόμα και με ποια σειρά). Η ερώτηση, ‘τι καλό θα κάνει αυτό για εμένα;’ ήταν πραγματικά διασκεδαστική, γιατί υπήρχαν τόσα πολλά θετικά πράγματα που περίμενε από αυτή την επίσκεψη.
Την ώρα που τελείωσε, συνειδητοποίησε πως ο ήλιος είχε περάσει το υψηλότερο σημείο στον ουρανό και ήταν ώρα να σταματήσει για το μεσημεριανό του. Πεινούσε πολύ εξαιτίας της πεζοπορίας, της σκέψης και του σχεδιασμού που έκανε όλο το πρωί. Βρήκε ένα μεγάλο πλατύ βράχο δίπλα στο μονοπάτι, κάθισε κάτω και άνοιξε το καλάθι με το φαγητό του που η γυναίκα του με αγάπη του είχε ετοιμάσει με όλα τα αγαπημένα του φαγητά.
Καθώς άπλωνε την πετσέτα του και ετοιμαζόταν να απολαύσει το μεσημεριανό του, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν πολύ κοντά στο σταυροδρόμι στο οποίο αυτός και ο αδερφός του αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον πριν πολλούς μήνες. Το γεγονός αυτό του έφερε ένα κύμα αναμνήσεων και άρχισε να σκέφτεται όλα αυτά που του συνέβησαν στα χρόνια μετά τον χωρισμό. Ο δίδυμος αδερφός του, του έλειπε τώρα περισσότερο από ποτέ. Ο Δημήτρης βγήκε από την ονειροπόληση του με ένα γρήγορα κούνημα του κεφαλιού του. Αποφάσισε ότι το να κάθεται και να αναπολεί δεν θα του φέρει πίσω τον Διονύση, ούτε θα τον βοηθούσε να φτάσει στην οικογένεια του. Τότε μάζεψε τη φραντζόλα και το τυρί που έτρωγε, τα ξαναέβαλε στο καλάθι και στερέωσε τον υπνόσακο στην πλάτη του. Στάθηκε, έτοιμος να ξεκινήσει ξανά το ταξίδι του, όταν άκουσε ένα σφύριγμα να έρχεται από την άλλη μεριά της διακλάδωσης. Ο Δημήτρης κοντοστάθηκε. Το ήξερε αυτό το σφύριγμα. «Διονύση!» φώναξε. «Διονύση, εσύ είσαι; Είμαι ο Δημήτρης, ο αδερφός σου!». Και οι δύο έτρεξαν προς τον ήχο της φωνής του άλλου. Όταν έφτασαν στην αρχή της διακλάδωσης ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο και έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Και άρχισαν να κουβεντιάζουν συγχρόνως: είχαν τόσα πολλά να πούνε.

Μέρος 2.Η περιπέτεια του Διονύση

Οι κακοί και Άδικοι Άνθρωποι στον Κόσμο

Αρκετούς μήνες πριν, όταν ο Διονύσης άφησε τον αδερφό του στο σταυροδρόμι και ξεκίνησε για την αντίθετη κατεύθυνση, δεν σχεδίαζε τίποτε περισσότερο από το να βρει τον δρόμο του στον κόσμο. Βρήκε καταφύγιο σε εγκαταλειμμένες καλύβες και κάποιες φορές κάτω από κίτρινες θημωνιές. Συγχρόνως έψαχνε διαρκώς για ένα καλό μέρος να εγκατασταθεί και κάτι ενδιαφέρον για να κάνει, αλλά δεν βρήκε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Σε κάθε πόλη που έφτανε έκανε στον πρώτο άνθρωπο που συναντούσε την ίδια ερώτηση. «Πώς είναι οι άνθρωποι σε αυτήν την πόλη;». Σε κάθε πόλη η ερώτησή του απαντιόταν με μία ερώτηση, «Εσύ τι λες; Πώς είναι οι άνθρωποι από κει που έρχεσαι;». Η απάντησή του πάντα περιείχε ένα παράδειγμα του πόσο κακό και άδικο υπήρχε εκεί που τον έκανε να τα παρατήσει όλα και να φύγει ενώ ο αδερφός του κληρονόμησε την οικογενειακή επιχείρηση. Θα έλεγε στον δύστυχο ακροατή του πόσο κουρασμένος ήταν από το ταξίδι και πόσο ήλπιζε αυτή η πόλη να ήταν διαφορετική από την πόλη που μεγάλωσε. Μέχρι τώρα όλες οι πόλεις στις οποίες είχε ταξιδέψει ήταν γεμάτες με άκαρδους ανθρώπους και καμιά ευκαιρία για ξένους νέους. Αλλά σε κάθε πόλη η απάντηση ήταν ένα λυπημένο κούνημα του κεφαλιού και η φράση: «Νομίζω πως θα βρεις κι εδώ τους ανθρώπους όπως ακριβώς κι αλλού».
Και ήταν αλήθεια – σε κάθε πόλη τον αγνοούσαν, τον εκμεταλλευόντουσαν ή τον λήστευαν κυριολεκτικά. Σε κάθε μέρος αναρωτιόταν: «Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Γιατί έχουν αυτό το πρόβλημα; Τι τους σταματάει από το να είναι χρήσιμοι, γενναιόδωροι και τίμιοι; Γιατί πάντα βρίσκω τόσο κακούς ανθρώπους όπου κι αν πάω; Ποιανού είναι το λάθος;». Πάντα έφτανε στο συμπέρασμα ότι το λάθος ήταν κάποιου άλλου. Και καθώς οι μέρες γινόταν πιο σκοτεινές και πιο κρύες, άρχισε να αμφιβάλλει αν θα έβρισκε το δρόμο του στη ζωή. Η υπομονή του εξαντλήθηκε και άρχισε να κατηγορεί τους γονείς του που τον ανάγκασαν να τα βγάλει πέρα μόνος του. Θύμωνε με τους ανθρώπους που συναντούσε και δεν τον βοηθούσαν και είχε σχεδόν φτάσει στο σημείο να γρυλλίζει σε όποιον περνούσε. Ο Διονύσης καταλάβαινε πως αν δεν έβρισκε ένα ασφαλές και ζεστό μέρος να περάσει τον χειμώνα, θα είχε δυσκολίες, αλλά δεν έτυχε να βρει μια πόλη που ήθελε να είναι το σπίτι του. Συνέχιζε λοιπόν να σιγοβράζει από θυμό.
Καθώς είχε πάρει μαζί του λίγα χρήματα για το ταξίδι έκανε οικονομίες, για την περίπτωση που δεν θα κατάφερνε να βρει καταφύγιο για το χειμώνα


Η συνάντηση με τον Αγρότη


Μια μέρα καθώς ο χειμώνας άρχισε να παγώνει τα δάση γύρω του, ο Διονύσης συνάντησε έναν ταπεινό αγρότη, που του ζήτησε δανεικά και υποσχέθηκε να τον ξεπληρώσει και με τόκο. Ο αγρότης φαινόταν ανήσυχος και έδειχνε να έχει ξεπέσει. Με μια αναλαμπή ελπίδας ο Διονύσης τον ρώτησε, «Ποιο είναι το πρόβλημα, γιατί χρειάζεσαι χρήματα;».
Ο αγρότης είπε: «Όπως ξέρεις πέρσι είχαμε μεγάλη ξηρασία στην περιοχή και δεν είχαμε σχεδόν καθόλου σοδειά. Η οικογένειά μου αναγκάστηκε να πουλήσει το μουλάρι και να φάμε όλο το καλαμπόκι για να βγάλουμε τον χειμώνα. Τώρα δεν έχω ούτε σπόρο να φυτέψω ή μουλάρι να οργώσω.»

«Γιατί έχεις αυτό το πρόβλημα;»

Ο αγρότης απάντησε, «Τα πήγαινα μια χαρά μέχρι την ξηρασία. Πίστευα ότι η βροχή θα ερχόταν και όταν δεν ήρθε, η καλλιέργεια άρχισε να μαραίνεται και τα χωράφια με το ζόρι παρήγαγαν κάτι για να ζήσουμε. Του γείτονά μου η σοδειά ατύχησε κι αυτή. Είναι το ίδιο παντού. Δεν έβρεξε αρκετά και τώρα δεν υπάρχει τρόπος να συνεχίσουμε».
clip_image002
Ο Διονύσης κοίταξε τον αγρότη κατευθείαν στα μάτια.

«Τι σε σταματάει από το να πάρεις αυτό που θέλεις;» 

Ο αγρότης κοίταξε τον Διονύση σαν να ήταν τρελός, αλλά υπομονετικά του εξήγησε πάλι πως είχε υποφέρει από την ξηρασία, πως πούλησαν το μουλάρι του, και έφαγαν όλη τη σοδειά για να περάσουν τον χειμώνα και πως κανείς δεν είχε αποθέματα.

«Ποιανού το λάθος είναι αυτό;» ρώτησε ο Διονύσης.

Τώρα ο αγρότης άρχισε να εκνευρίζεται. «Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τον καιρό», γρύλισε.
Ο Διονύσης λυπήθηκε τον άνθρωπο και καθώς έπρεπε να κάνει κάτι για να αρχίσει να αποκτά την περιουσία που τόσο επιθυμούσε, δάνεισε στον αγρότη τα χρήματα που είχε με την υπόσχεση να έχει ένα μέρος να μείνει τον χειμώνα και να συμπεριληφθεί στην επιστροφή των χρημάτων και ένα μερίδιο από τη σοδειά.
Ο Διονύσης πέρασε το χειμώνα με τον αγρότη και την οικογένειά του, μοιραζόμενος το πενιχρό φαγητό και όταν ο καιρός ζέστανε, βοηθούσε με τις αγροτικές δουλειές. Όταν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, ο Διονύσης βοηθούσε τον αγρότη να βρει το λάθος, ποιες ήταν οι προοπτικές και ποιανού το λάθος ήταν. Δυστυχώς η ξηρασία ήταν ακόμη χειρότερη την επόμενη περίοδο, δεν υπήρχε σοδιά να μοιραστούν, ούτε τρόπος να τον ξεχρεώσει ο αγρότης. Όταν ο Διονύσης το εξακρίβωσε αυτό, ξέσπασε έξω από το χωριό, μουρμουρίζοντας πόσο άδικη ήταν η κατάσταση και πως ήξερε ότι ο αγρότης δεν θα μπορούσε ποτέ να τον ξεχρεώσει. Ο Διονύσης σκέφτηκε: «Έπρεπε να ξέρω ότι και αυτός ο άνθρωπος ήταν ακριβώς σαν τους άλλους. Με εκμεταλλεύτηκε και μου έκλεψε τα λεφτά. Στοιχηματίζω ότι ποτέ δεν σκόπευε να με ξεπληρώσει, ακόμη κι αν σοδειά θα ήταν καλή. Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι κανέναν αυτές τις μέρες, και είχα τόσες ελπίδες για αυτή την επένδυση, αλλά για μια ακόμη φορά, με εκμεταλλεύτηκε ένα κάθαρμα, και να ‘μαι τώρα χωρίς σχεδόν καθόλου λεφτά».

Η Κόρη του Εμπόρου

Ο Διονύσης περιπλανήθηκε στην επόμενη πόλη, όπου συνάντησε την κόρη ενός εμπόρου. Η Δανάη ήταν νέα και παιχνιδιάρα, με μακριά καστανά μαλλιά που κατέληγαν σε απαλές μπούκλες. Άρεσε αμέσως στον Διονύση, κι αυτή όμως δεν έμεινε αδιάφορη για τον νεαρό ταξιδιώτη. Η Δανάη ήταν το μοναχοπαίδι ενός πλούσιου εμπόρου που δεν είχε γιο για να κληρονομήσει την επιχείρησή του.
Ένα πρωί ο Διονύσης αποφάσισε να ζητήσει το χέρι της. Χτύπησε αποφασιστικά την πόρτα του σπιτιού της και ένας γεροδεμένος και καλοντυμένος κύριος άνοιξε την πόρτα. Ο Διονύσης απολογήθηκε που είχε έρθει απροειδοποίητα, αλλά ο έμπορος κάτι υποψιάστηκε από το βλέμμα του Διονύση.
Χαϊδεύοντας με το ένα χέρι τη γενειάδα του ρώτησε:

«Μπορώ να βοηθήσω; Τι θα ήθελες;»

Ο Διονύσης απάντησε: «Θέλω να παντρευτώ την κόρη σας, κύριε, να χτίσουμε τη ζωή μας μαζί, να κάνουμε οικογένεια και να μη χρειαστεί να ανησυχώ πια για στέγη, φαγητό ή συντροφιά».

Ο έμπορος φάνηκε δυσαρεστημένος. «Πώς θα επωφεληθείς από αυτό;»

Ο Διονύσης απάντησε: «Η Δανάη και εγώ αγαπιόμαστε, και δεν θα είμαστε πια μόνοι. Δεν θα χρειαστεί ποτέ πια να κοιμηθώ με άδειο στομάχι, και το σπίτι μας θα μας ζεσταίνει».

Μορφάζοντας ο έμπορος ρώτησε: «Πώς θα το ξέρεις όταν θα έχεις αυτό που θέλεις;».

«Δεν θα πεινώ και δεν θα κρυώνω. Η γυναίκα μου κι εγώ δεν θα είμαστε μόνοι, δεν θα έχουμε στεναχώριες. Και δεν θα το μετανιώσεις που θα με πάρεις στην οικογενειακή επιχείρηση», είπε ο Διονύσης.

Ο έμπορος ρώτησε: «Πώς θα πάρεις αυτά που θέλεις;».

Ο Διονύσης απάντησε, «Πες τη λέξη και όλα τα βάσανα μου θα τελειώσουν». Ο έμπορος σηκώθηκε από την καρέκλα του με ένα ύφος αηδίας στο πρόσωπό του. Έδειξε στον Διονύσης την πόρτα και τον διέταξε να φύγει από το σπίτι του αμέσως.
Η Δανάη που άκουσε τη φασαρία κατέβηκε τρέχοντας κάτω τη στιγμή που έκλεινε με κρότο η εξώπορτα.

«Δεν πρόκειται να ξαναδείς αυτόν τον νέο, κατάλαβες;». Ο έμπορος έπιασε το κεφάλι του με ταραχή καθώς είδε την απογοήτευση στο πρόσωπο της κόρης του. «Δεν ταιριάζει για σύζυγος σου, ούτε για κληρονόμος της επιχείρησής μου. Σκέφτεται μόνο αυτά που δεν θέλει και θέλει να ξέρει μόνο πως μπορεί να επωφεληθεί από μια κατάσταση. Ξέρω, λέει πως σε αγαπάει, αλλά μου απέδειξε ότι δεν έχει κάποιο σχέδιο με ποιον τρόπο να σε φροντίσει. Μπορεί να σου λείψει για μια δυο μέρες, αλλά θα ήσουν δυστυχισμένη μαζί του μια ζωή».

Ο Διονύσης περπατούσε με βαριά βήματα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, τα παπούτσια του άφηναν συννεφάκια σκόνης καθώς προχωρούσε. Ήταν έξαλλος με τον έμπορο που κατέστρεψε την ευκαιρία του για ευτυχία και πλουτισμό. «Έπρεπε να το περιμένω» μονολόγησε ξεφυσώντας. «Οι άνθρωποι είναι άδικοι και αχάριστοι. Η Δανάη δεν έπρεπε να με ενθαρρύνει και να μου δώσει ελπίδες. Ο άσπλαχνος πατέρας της προσποιήθηκε ότι με άκουσε. Ήταν ένα ακόμη παράδειγμα του πόσο διπρόσωποι και αδιάφοροι μπορεί να είναι οι άνθρωποι».
clip_image004
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ Δ'

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ
Συνέχεια Μέρος 4ο

Σχεδιάζοντας την Ημέρα

«Εχθές είπες ότι ήθελες να βρεις ένα ευχάριστο χωριό για να εγκατασταθείς», σχολίασε ο κ. Αετός, καθώς οι δυο τους περπατούσαν στο κέντρο της πόλης. 


«Πώς σου φαίνεται αυτό το χωριό μέχρι τώρα; Θα το σκεφτόσουν να μείνεις εδώ;»


Ο Δημήτρης είπε ότι μέχρι τώρα ήταν όπως το ονειρευόταν αλλά δεν θα ήθελε να πάρει την τελική του απόφαση μέχρι να δει αν θα μπορούσε να βρει κάποια δουλειά που να του ταιριάζει.


«Ε τότε, Δημήτρη, τι θα ήθελες να επιτύχεις σήμερα;» είπε ο αετός και κούρνιασε στην κορυφή ενός πηγαδιού, κοιτώντας κάτω στο νερό.


«Για να είμαι ειλικρινής, ανησυχώ για κάτι», είπε ο Δημήτρης, παίζοντας νευρικά με το ρολόι τσέπης του. «Ξέρεις, ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα τυχερός, και πρέπει να παραδεχτώ ότι φοβάμαι γιατί όλα τα καλά πράγματα που μου συνέβησαν χθες μπορεί να εξάντλησαν την τύχη μου. Ζητάω μια υπέροχη ζωή, άλλα δεν μου αξίζουν όλα τα πράγματα τα οποία ονειρεύτηκα. Πιθανότατα δεν θα μπορέσω να βρω μία δουλειά, ή τουλάχιστον μία δουλειά που μου αρέσει.»


Ο κ. Αετός σήκωσε το δεξί του φτερό σε ένδειξη διαμαρτυρίας. «Για μια στιγμή. Δε φαίνεται σα να θυμάσαι πολλά από το χθεσινό μας μάθημα. Με τι πράγματα γεμίζεις τώρα το κεφάλι σου; Ξέρω ότι είναι δύσκολο να παραμείνεις συγκεντρωμένος και να αλλάξεις τις παλιές συνήθειες, αλλά μπορείς να τα πας καλύτερα απ’ ότι τα πήγες μέχρι τώρα. Σκέψου για μια στιγμή. Ποιο ήταν το πιο σημαντικό πράγμα που έμαθες εχθές;»


Ο Δημήτρης σκέφτηκε για ένα λεπτό, νιώθοντας για μια στιγμή χαζός που είχε ξεχάσει τόσο σύντομα. «Α, πρέπει να σκέφτομαι αυτό που θέλω, και όχι αυτό που δεν θέλω. Σωστά;»


«Πολύ σωστά!» φώναξε ο αετός. «Τώρα ας αρχίσουμε ξανά. Λοιπόν, τι θέλεις σήμερα;»


«Αυτό που θέλω είναι να γνωρίσω περισσότερους κατοίκους και να ψάξω για μία εργασία», απάντησε ο Δημήτρης. 


«Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος για να το κάνω αυτό είναι να πάω στην πλατεία, να σεργιανίσω, να σταματήσω σε κάθε μαγαζί και σε κάθε επιχείρηση και να ρωτήσω αν έχουν κάποια κενή θέση που θα μου ταίριαζε.»


«Αυτό μάλιστα. Κάτι τέτοιο ακούγεται σαν μια καλή αρχή», είπε ο κ. Αετός ενθαρρυντικά. «Ποιο είναι το επόμενο πράγμα που πρέπει να λάβεις υπόψη σου;»


Ο Δημήτρης κατσούφιασε. «Μπορείς να μου θυμίσεις;»


«Φυσικά. Η επόμενη ερώτηση είναι, ‘Τι θα σου φέρει αυτό ή τι καλό θα κάνει αυτό για εσένα;’»


«Αχ, ναι», είπε ο Δημήτρης. «Τώρα θυμάμαι! Λοιπόν, θα είναι με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Θα γνωρίσω κι άλλους κατοίκους και θα ψάξω για δουλειά συγχρόνως.»


«Και ποια ήταν η τελευταία ερώτηση που είπαμε χθες;»


«Αυτό το ξέρω, μόνο δώσε μου ένα λεπτό. Για να δούμε… είναι: ‘Πώς θα ξέρω ότι καταφέρνω αυτό για το οποίο ξεκίνησα;’. Και σε αυτή την περίπτωση, η απάντηση είναι ότι θα γνωρίσω φιλικούς ανθρώπους, θα συλλέξω πληροφορίες για πιθανές δουλειές, και έτσι θα βρω μια ή περισσότερες και θα σκεφτώ αν θα μπορούσε κάποια να είναι η δουλειά που ψάχνω στη ζωή μου.»


Ο κ. Αετός κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. «Λοιπόν, είχες έναν καλό ύπνο και ένα καλό πρωινό. Είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις;»


«Ναι, και εδώ που τα λέμε, δεν μπορώ να περιμένω. Νιώθω σαν όλη η ζωή μου να ανοίγεται ξαφνικά μπροστά μου. Είναι πραγματικά συναρπαστικό.»


Ο Δημήτρης ξεκίνησε καμαρωτά τον περίπατο του στην πλατεία της πόλης. Πέρασε όλο το πρωί μπαίνοντας σε κάθε μαγαζί και γραφείο που μπορούσε να βρει, συστήνοντας τον εαυτό του στον ιδιοκτήτη ή στον υπάλληλο, και ρωτώντας για κενές θέσεις που θα μπορούσαν να έχουν ή αν ήξεραν για κάποιες σε άλλες επιχειρήσεις. Ο κ. Αετός παρακολουθούσε από ένα δέντρο εκεί κοντά.
Το μεσημέρι, όλα τα καταστήματα έκλεισαν για το γεύμα. Ο Δημήτρης είχε πάρει μαζί του ένα μικρό δεματάκι από το πρωινό, αποτελούμενο από λίγο ψωμί, τυρί και ένα μήλο. Είχε μόλις γυρίσει από μια απογοητευτική συνάντηση με έναν καταστηματάρχη και τα παλιά του αρνητικά αισθήματα επέστρεφαν. Μόλις κάθισε σε ένα παγκάκι για να φάει το μεσημεριανό του, ο κ. Αετός κάθισε δίπλα του και τον ρώτησε για το πρωινό του.


Η Δύναμη Ενός Ανθρώπου

Ο Δημήτρης άρχισε αμέσως να διηγείται για την εχθρότητα και την κακία του τελευταίου καταστηματάρχη που συνάντησε. Είπε ότι ο άνθρωπος ήταν εντελώς αγενής, ότι τον εξευτέλισε για τα προσόντα του και την εμπειρία του και ότι ουσιαστικά τον είχε διώξει από το μαγαζί του.


«Το ήξερα ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί», είπε ο Δημήτρης με ένα στόμα γεμάτο από μήλο. «Όλα αυτά τα χωριά είναι ίδια. Οι άνθρωποι είναι εχθρικοί και δεν θα έδιναν σε έναν ξένο μία ευκαιρία. Πρέπει να προχωρήσω στο επόμενο χωριό.»


Ο κ. Αετός έμοιασε ανήσυχος και ρώτησε, «Ήταν έτσι σε κάθε μέρος που μπήκες;»


«Ε, όχι ακριβώς… όχι σε κάθε μέρος», παραδέχτηκε ο Δημήτρης.


«Πόσες φορές αντιμετώπισες μια κακή συμπεριφορά σήμερα το πρωί;» ρώτησε ο αετός. «Να είσαι ειλικρινής.»


 Ο Δημήτρης κατάπιε. «Λοιπόν, νομίζω ότι ήταν μόνο αυτή η τελευταία, άλλα αυτός ο άνθρωπος ήταν πολύ κακός μαζί μου. Μου χάλασε όλο μου το πρωί!»


«Πρέπει να είναι ένας παντοδύναμος άνθρωπος», είπε ο αετός σοφά.


«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Δημήτρης.


«Αν είχες τόσες καλές συναντήσεις αυτό το πρωί και αυτός ο άνδρας ήταν ικανός να σε κάνει να τις ξεχάσεις όλες αυτές με λίγες μόνο λέξεις, θα έλεγα ότι ήταν πολύ δυνατός, τουλάχιστον στο μυαλό σου. Αυτό είναι δική σου επιλογή.»


«Τι εννοείς, είναι δική μου επιλογή;» είπε ο Δημήτρης και τα μάγουλα του κοκκίνιζαν. «Δεν τον έκανα εγώ κακό – ήταν κακός πριν τον συναντήσω!»


«Ενώ αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, εσύ μόνος σου επέλεξες να του δώσεις την δύναμη να σου χαλάσει ολόκληρο το πρωί σου», είπε ο αετός.


«Και πώς προτείνεις να το αλλάξω αυτό;» ρώτησε ο Δημήτρης.


«Γυρνώντας πίσω σε ότι σου δίδαξα εχθές.»


«Τις ερωτήσεις;» είπε ο Δημήτρης. «Μα πώς θα αλλάξουν αυτές τον κακό αυτό άνθρωπο;».


«Δεν θα αλλάξουν αυτόν. Αυτό που θα αλλάξουν είναι το πώς σκέφτεσαι εσύ για την αλληλεπίδραση που είχες μαζί του», είπε ο κ. Αετός και δίπλωσε τα φτερά του.


«Δε νομίζω ότι καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς», παραδέχτηκε ο Δημήτρης.


«Τότε ίσως πρέπει να σου διδάξω περισσότερα για τις ερωτήσεις και την χρήση τους. Βλέπεις, όταν ξεφεύγεις από την πορεία σου, όπως και έγινε με το τελευταίο μαγαζί, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις ερωτήσεις για να ξαναμπείς στην πορεία σου. Όταν πιάνεις τον εαυτό σου μπερδεμένο, θυμωμένο ή αναστατωμένο, απλώς κάνε μία παύση και ρώτα στον εαυτό σου τις ερωτήσεις και δες αν αυτό που είπες αρχικά είναι ακόμα το ίδιο», είπε ο κ. Αετός.


«Αν αυτό που επιθυμείς παραμένει το ίδιο, τότε ξαναπέρασε μια φορά και τις υπόλοιπες ερωτήσεις και θύμισε στον εαυτό σου ποιο όφελος θα έχεις όταν φτάσεις στην κατάληξη. Επίσης, επιβεβαίωσε πώς θα ξέρεις πότε φτάνεις κοντά στο στόχο σου και πότε τον έχεις φτάσει. Μετά πρόσεξε που βρίσκεσαι τώρα, και αποφάσισε αν προχωράς μπροστά ή πίσω. Αποφάσισε τι πρέπει να κάνεις για να ξαναβρείς την πορεία σου ή να μείνεις σε αυτήν. Τόσο απλά.
Από την άλλη, αν, για κάποιο λόγο, αυτό που θέλεις έχει αλλάξει, μπορείς να κάνεις μια καινούρια αρχή θέτοντας στον εαυτό σου όλες τις ερωτήσεις.
Εξακρίβωσε τη νέα έκβαση (Τι θέλω;), αποφάσισε ποια οφέλη θα έχεις (Τι θα μου δώσει αυτό;) και τέλος, τι στοιχεία θα έχεις ότι κάνεις πρόοδο και φτάνεις τον στόχο σου (Πώς θα το ξέρω;). Και πάλι, μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτή την στρατηγική σκέψης σε κάθε περίσταση ώστε να θέσεις ένα καινούριο στόχο ή να επιβεβαιώσεις αυτόν που ήδη ισχύει. Αρκετά απλό, δεν συμφωνείς;», είπε ο κ. Αετός.


«Ναι, υποθέτω ότι είναι απλό, εντάξει, άλλα το να θυμάμαι να χρησιμοποιώ αυτή τη μέθοδο δεν είναι τόσο απλό… τουλάχιστον για εμένα», απάντησε ο Δημήτρης.


Ο κ. Αετός ακούμπησε το φτερό του στον ώμο του Δημήτρη. «Μην αποθαρρύνεσαι Δημήτρη. Είναι μόνο η δεύτερη σου μέρα, και σύντομα θα γίνει δεύτερη φύση σου, απλά συνέχισε την εξάσκηση. Έτσι μαθαίνουμε όσα αξίζει πραγματικά να μάθουμε. Με την επανάληψη. Χωρίς να το καταλάβεις, θα δεις ότι αυτή η νέα στρατηγική σκέψης θα συμβαίνει αυτόματα, χωρίς καθόλου κόπο από μέρους σου.»


«Θα συμβεί αυτό, αλήθεια; Συνέχεια φαίνεται ότι εγώ τα πάω χάλια σε ότι οι άλλοι βρίσκουν εύκολο», είπε ο Δημήτρης.


«Είμαι σίγουρος ότι θα συμβεί», απάντησε ο κ. Αετός. «Μόνο πρέπει να μου υποσχεθείς ότι θα συνεχίσεις την εξάσκηση κάθε μέρα. Προτείνω να βρεις ένα τρόπο ως υπενθύμιση, ώστε να μην το ξεχάσεις και καταλήξεις πάλι στην απελπισία. Τι μπορείς να κάνεις για να θυμάσαι κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο αετός.


Ο Δημήτρης σκέφτηκε για λίγο. «Λοιπόν, πάντα κουβαλάω αυτή την πέτρα στην τσέπη σαν φυλακτό καλής τύχης. Αν και δεν έχει δουλέψει πολύ καλά από τότε που άφησα το σπίτι, την κράτησα. Ίσως μπορώ να γράψω τις ερωτήσεις σε ένα χαρτί, και να το τυλίξω γύρω από την πέτρα και να τα δέσω μαζί με ένα σπάγκο. Με αυτό τον τρόπο κάθε φορά που θα πιάνω την πέτρα στην τσέπη μου, θα νιώθω το χαρτί με τις ερωτήσεις και θα θυμάμαι να τις έχω στο μυαλό μου. Και αν τα πράγματα πάνε πολύ άσχημα, θα λύνω τον σπάγκο, θα ξετυλίγω το χαρτί και θα διαβάζω τις ερωτήσεις. Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα;» ρώτησε ο Δημήτρης.


«Νομίζω ότι είναι μια έξοχη ιδέα», είπε ο κ. Αετός, περήφανος για τον μαθητή του. «Πολύ δημιουργική, Δημήτρη.»


«Θα το κάνω τώρα πριν αρχίσω ξανά το απόγευμα.»
clip_image002
Μετά το μεσημεριανό γεύμα ο Δημήτρης συνέχισε την αναζήτηση εργασίας, μπαίνοντας σε κάθε επιχείρηση και ρωτώντας για κάποια κενή θέση. Ο κ. Αετός πήρε έναν υπνάκο στο δέντρο του. Το απόγευμα έμοιαζε να φεύγει γρήγορα. Καθώς το σούρουπο πλησίαζε, και τα πρώτα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό, ένας πολύ κουρασμένος, άλλα ικανοποιημένος Δημήτρης κατευθύνθηκε προς τον ξενώνα του. Ο κ. Αετός πέταξε δίπλα του και τον ρώτησε για το απόγευμα του. Ήθελε πολύ να μάθει αν ο Δημήτρης θυμήθηκε να χρησιμοποιήσει τις νέες του δεξιότητες σκέψης.
Ο Δημήτρης έδωσε μία φλογισμένη αναφορά για το πόσους ανθρώπους γνώρισε, πόσο φιλικοί και εξυπηρετικοί ήταν οι περισσότεροι, πώς, όταν συνάντησε λίγους αδιάφορους και αγενείς, μπόρεσε να αγγίξει την πέτρα του με το χαρτί και να θυμηθεί τα ερωτήματα ώστε να παραμείνει στην σωστή πορεία. Ήταν επίσης έκπληκτος από το πόσες πιθανές δουλειές του προσφέρθηκαν. Τώρα απλά θα έπρεπε να επιλέξει μία.


«Μόνο σκέψου», φώναξε ο Δημήτρης, «σε λιγότερο από δύο μέρες κατάφερα από ένας άστεγος, απελπισμένος άνθρωπος να γίνω ένας άνθρωπος με ένα καινούριο χωριό, νέους φίλους, με ευκαιρίες εργασίας, και κυρίως, με έναν νέο τρόπο σκέψης για τη ζωή μου. Σε ευχαριστώ και πάλι, κ. Αετέ», είπε ο Δημήτρης με φανερή ευγνωμοσύνη στη φωνή του.
Φάνηκε ότι ο Δημήτρης είχε πράγματι πιάσει το νόημα. Ο κ. Αετός ένιωσε ένα κύμα υπερηφάνειας ψηλά στο στήθος του. «Παρακαλώ πολύ, Δημήτρης. Δεν σου είπα ότι θα δουλέψει;»
«Μου το είπες, άλλα έπρεπε να το δω για να το πιστέψω. Τώρα πρέπει να το κάνω να διαρκέσει.».
«Ω, μα θα το κάνεις! Όλοι οι μαθητές μου το κάνουν. Θα μείνω μαζί σου όσο χρειαστεί για να βεβαιωθώ ότι χρησιμοποιείς την μέθοδο με συνέπεια και ότι απάντησες όλες τις ερωτήσεις σου», τον διαβεβαίωσε ο κ. Αετός.


Η Επιτυχία

Την επόμενη μέρα ο Δημήτρης δέχτηκε την δουλειά που πίστευε ότι ταιριάζει καλύτερα σε αυτόν, και στην οποία θεωρούσε ότι θα είναι επιτυχημένος μακροπρόθεσμα. Καθώς οι μέρες έγιναν εβδομάδες, γινόταν όλο και καλύτερος στη δουλειά του και πίστευε όλο και πιο πολύ στον εαυτό του. Υπήρξαν κάποιες φορές που απογοητεύτηκε και αποθαρρύνθηκε, άλλα ο κ. Αετός δεν ήταν πότε πολύ μακριά. Σύντομα έφτασε στη θέση όπου κάθε φορά που συναντούσε κάποιο εμπόδιο, θυμόταν να βάλει το χέρι του στην τσέπη και να πιάσει την πέτρα του, η οποία του θύμιζε τις τέσσερις ερωτήσεις. Και τότε ξαναέμπαινε στην σωστή πορεία. Τα ερωτήματα ήταν σαν ένα μικρό κουτάκι με θαύματα τα οποία άρχισαν να έχουν δραματικό αντίκτυπο στην συμπεριφορά του, καθώς και στις συνθήκες ζωής του. Όσο οι εβδομάδες περνούσαν γινόταν πιο χαρούμενος και πιο ικανοποιημένος. Ο κ. Αετός είχε γυρίσει πίσω στο σπίτι του και είχε, το δίχως άλλο, αναλάβει νέους μαθητές.
Καθώς η επιτυχία του Δημήτρη όλο και αυξανόταν στο επάγγελμα του, ήταν σε θέση να αποταμιεύσει αρκετά χρήματα και ακόμα να νοικιάσει ένα μικρό σπίτι όπου θα μπορούσε να έχει την ιδιωτική του ζωή και να χασομεράει στον κήπο του τις ελεύθερες ώρες του. Και τώρα που είχε ελεύθερο χρόνο άρχισε να λαχταρά συντροφιά.
Μια και χρησιμοποιούσε πλέον αυτόματα τις τέσσερις ερωτήσεις όταν ένιωθε ότι θέλει κάτι καινούριο στη ζωή του, κάθισε ένα βράδυ κάτω, μετά το δείπνο, και άρχισε να γράφει τις απαντήσεις του στα ερωτήματα που αφορούσαν το να βρει μία κατάλληλη γυναίκα. Όταν τελείωσε το γράψιμο, πήγε στο κρεβάτι του, ικανοποιημένος με τη δουλειά που είχε κάνει μόνος του.
Τις επόμενες εβδομάδες άρχισε να πηγαίνει σε κοινωνικές εκδηλώσεις και να γνωρίζει νέους ανθρώπους της ηλικίας του. Κατά τη διάρκεια αυτών των δραστηριοτήτων, έψαχνε πάντα για μία νεαρή κοπέλα, η οποία θα εκπλήρωνε τα κριτήρια του. Τελικά, ένα βράδυ που βρισκόταν σε μία τέτοια εκδήλωση την πρόσεξε στο απέναντι δωμάτιο. Η Δώρα ήταν όμορφη και ντροπαλή, με έναν γλυκό χαμόγελο, και ήταν ειλικρινής και φιλική με κάθε άνθρωπο που γνώριζε. Κάποιος του είπε πως ήταν η κόρη του μυλωνά. Όταν της συστήθηκε, ένιωσε αμέσως να έλκεται από τα μεγάλα, μαύρα μάτια της, και την απαλή, φιλική φωνή της. Την έπιασε συχνά να τον κοιτάει από το απέναντι δωμάτιο. Πριν η βραδιά τελειώσει, της ζήτησε να χορέψουν. Η Δώρα έμοιαζε να ταιριάζει τέλεια μέσα στα χέρια του και οι δυο τους κινιόντουσαν σαν να ήταν ένα. Μετά από αυτό το βράδυ έγιναν αχώριστοι.
clip_image004Ο Δημήτρης άρχισε να της μιλάει για τις τέσσερις υπέροχες ερωτήσεις που τελικά τους φέρανε μαζί. Την ρώτησε αν θα ήθελε να τις διδαχτεί και λίγο πολύ όπως ο κ. Αετός έκανε με τον Δημήτρη, έτσι και οι δυο τους εφάρμοσαν τον διάλογο μαζί.
Καθώς ερωτεύονταν ο ένας τον άλλο όλο και πιο πολύ άρχισαν να μιλάνε για γάμο. Μια μέρα η Δώρα είπε, «Δημήτρη, ας χρησιμοποιήσουμε τις τέσσερις ερωτήσεις για να σχεδιάσουμε κάθε πλευρά της ζωής μας μαζί». Κάθισαν λοιπόν εκείνο το απόγευμα, συζήτησαν και έγραψαν μαζί τις απαντήσεις τους στις τέσσερις ερωτήσεις καθώς έκαναν σχέδια για το μέλλον.
Σε δυο μήνες ο Δημήτρης ζήτησε από τον πατέρα της Δώρας το χέρι της σε γάμο. Η άδεια δόθηκε και παντρεύτηκαν μία όμορφη μέρα μέσα σε ένα λιβάδι από αγριολούλουδα πίσω από το σπίτι του πατέρα της. Μετά το τέλος της γαμήλιας ημέρας, οι δυο τους έφυγαν με μία άμαξα για ένα κοντινό ξενώνα δίπλα σε έναν καταρράκτη για να περάσουν το μήνα του μέλιτος.
Και μετά το μήνα του μέλιτος, επέστρεψαν στο μικρό σπίτι του Δημήτρη και ξεκίνησαν τη ζωή τους μαζί, ακριβώς όπως είχαν σχεδιάσει, χρησιμοποιώντας τις τέσσερις ερωτήσεις σαν οδηγό.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ Δ'


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ
Συνέχεια "Μέρος 3ο"

Δημιουργώντας τον Κόσμο σύμφωνα με τον Τρόπο που Σκεπτόμαστε

Καθώς πλησίαζαν το πρώτο χωριό, ο Δημήτρης αναγνώρισε την στροφή του μονοπατιού και τους βράχους της πλαγιάς. «Ε! Πέρασα από εδώ νωρίτερα», είπε στον κ. Αετό. «Οι άνθρωποι δεν ήταν φιλικοί και θερμοί. Κάνεις δεν μου αφιέρωσε λίγο χρόνο.»
Τους μίλησες, ή μόνο χαμογέλασες;» ρώτησε ο αετός.
«Μα φυσικά όχι», είπε ο Δημήτρης. «Ήμουν ένας ξένος, απλώς ένα επισκέπτης στην πόλη τους. Αυτοί έπρεπε να πάρουν πρωτοβουλία και να είναι φιλικοί μαζί μου από την αρχή. Έπρεπε να δουν ότι κρύωνα και πεινούσα, και παρόλα αυτά ούτε ένας από αυτούς δεν μου έριξε μια δεύτερη ματιά, πόσο μάλλον μου προσέφερε μια μπουκιά φαγητό, ένα ποτήρι νερό, ή ένα ζεστό μέρος να ξαποστάσω! Όλα τα χωριά και οι κάτοικοι τους είναι το ίδιο: εχθρικοί και αδιάφοροι… εκτός, φυσικά, από το δικό μου χωριό. Όλοι γνώριζαν εμένα και την οικογένεια μου εκεί, ήταν φιλικοί και μας συμπαραστέκονταν. Αυτό το χωριό δεν έχει καμία σχέση με το δικό μου, και σίγουρα δεν είναι ένα μέρος όπου θα ήθελα να ζήσω».

«Ένα λεπτό», προειδοποίησε ο αετός. «Το μόνο που ακούω από εσένα είναι αυτό που ονομάζω ‘σκέψεις μομφής’. Καθόλου παράξενο λοιπόν το ότι δεν βρήκες κάποιο χωριό να σου αρέσει – είχες ήδη αποφασίσει ότι όλα τα χωριά και οι άνθρωποι δεν θα σε δεχτούν, οπότε αυτό ήταν και το μόνο που έβλεπες. Σύμφωνα με την ιστορία σου, η εντύπωση που δίνεται είναι πως ό,τι συνέβη εδώ ήταν φταίξιμο κάποιου άλλου.»

Ο Δημήτρης κατσούφιασε. «Ήταν.»

«Ας ξαναπάμε πίσω στο μάθημα, λοιπόν» είπε ο αετός, καταπνίγοντας ένα ελαφρύ αναστεναγμό. «Τι επιθυμείς;»

«Σου είπα ήδη. Επιθυμώ ένα ωραίο χωριό να εγκατασταθώ, μια δουλεία, μια γυναίκα να ερωτευτώ, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια.»

«Πώς περιμένεις να βρεις ένα ωραίο χωριό αν πλησιάζεις το κάθε ένα με την προδιάθεση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι; Ότι δεν σε συμπαθούν και ότι είναι εχθρικοί και αδιάφοροι. Δεν κάνεις καμία προσπάθεια να είσαι φιλικός από την αρχή, να χαμογελάσεις, να κάνεις ερωτήσεις, ή ακόμα και να ζητήσεις κάτι το οποίο θέλεις. Περιμένεις να σε φροντίσουν οι άλλοι, και το χειρότερο, να διαβάσουν το μυαλό σου! Τι σόι βλακείες είναι αυτές;» Για ακόμη μια φορά ο κ. Αετός κοίταξε τον Δημήτρης μέσα στα μάτια. «Πώς πάει η μέθοδος σου λοιπόν;»

«Με ρωτάς αν παίρνω αυτό που θέλω; Ε, όχι. Δεν πάει καθόλου καλά, υποθέτω», είπε ο Δημήτρης σκεπτικά.

«Αλλά έτσι είναι ο κόσμος. Δεν μπορώ να τον αλλάξω.»

Ο κ. Αετός τον κοίταξε αυστηρά αλλά στοργικά. «Μην είσαι τόσο σίγουρος για αυτό νεαρέ!»

«Πάντως δεν συνέβη μέχρι τώρα!» φώναξε ο Δημήτρης.

Τι Θέλεις εναντίον Τι Δεν Θέλεις

Ο αετός τότε αποφάσισε να αλλάξει την προσέγγιση του και είπε, «Δημήτρη, θυμάσαι όταν εγώ και το καφέ πουλάκι μιλούσαμε για έναν άλλο τρόπο σκέψης; Λοιπόν, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει να θέσεις στον εαυτό σου αυτές τις ερωτήσεις μόνο μια φορά. Σημαίνει να τις ρωτάς συνεχώς ώστε να σε βοηθήσουν να συγκεντρωθείς στο τι θέλεις κάθε στιγμή της ζωής σου. Όταν θέτεις και απαντάς αυτές τις ερωτήσεις, λες στον εγκέφαλο σου τι να προσέξει, καθώς ο εγκέφαλος σου έχει τη δυνατότητα να εστιάζει σε λίγα πράγματα κάθε φορά. Όταν λες στον εγκέφαλο σου τι δεν θέλεις, αυτό είναι και το πράγμα στο οποίο πάνω εστιάζει. Όλα τότε γίνονται αρνητικά. Αν το μόνο που θέλεις είναι να μην έχεις εχθρικούς ανθρώπους στη ζωή σου, αυτοί θα υπάρχουν οπουδήποτε και να κοιτάξεις! Αυτό λοιπόν, είναι ένα μικρό τεστ για να δούμε αν άκουγες. Τι θα έπρεπε να κάνεις αντί να λες στον εαυτό σου (και στον εγκέφαλο σου) τι δεν θέλεις;»

«Δεν ξέρω», απάντησε ο Δημήτρης. «Στον εαυτό μου λέω πάντα αυτό που δεν θέλω, γιατί με αυτό τον τρόπο προστατεύω τον εαυτό μου, καθώς έτσι βρίσκομαι σε επιφυλακή. Έτσι, δεν μπορούν να με ξεγελάσουν ή να με πληγώσουν.»

«Ας σε ρωτήσω πάλι, λοιπόν: λειτουργεί καλά αυτή η τεχνική; Έχει κρατήσει τον πόνο και την εξαπάτηση μακριά από τη ζωή σου;» ρώτησε ο κ. Αετός.
«Ξέρεις, νομίζω πως δεν το έκανε… αλλά νόμιζα ότι θα το κάνει. Απλά αυτός ήταν ο τρόπος που έμαθα για να προστατεύω τον εαυτό μου ενώ μεγάλωνα», απάντησε ο Δημήτρης.

«Μου φαίνεται ότι χρειάζεσαι κάποια νέα εργαλεία για να σε βοηθήσουν να προστατευτείς, Δημήτρη», είπε ο αετός. «Είσαι πρόθυμος να τα δεχτείς; Σου εγγυώμαι ότι θα αλλάξουν δραματικά τον τρόπο που σκέφτεσαι για πάντα. Αν είναι να σε βοηθήσω, τότε πρέπει να σταματήσεις να σκέφτεσαι τι δεν θέλεις. Αυτή τη στιγμή αυτός είναι εξ ορισμού ο τρόπος σκέψης σου. Θα χρειαστεί λίγη δουλειά για να ορίσουμε έναν νέο τρόπο. Δέχεσαι μια τέτοια πρόκληση;»

Ο Δημήτρης ήταν δύσπιστος. «Προσπαθείς να μου πεις ότι απλά με το να σκέφτομαι τι θέλω, θα αλλάξω τον κόσμο μου; Δεν έχω τέτοια δύναμη. Μη ξεχνάς ότι είμαι αποτυχημένος και βλάκας», είπε ο Δημήτρης ηττημένος.

Ο κ. Αετός απάντησε, «Κατά κάποιο τρόπο, ναι, αυτό σου λέω, αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι θα δημιουργήσεις κάτι καινούριο – απλά θα αρχίσει να προσέχεις αυτά που ήδη υπάρχουν. Βλέπεις, ξέρω ότι στην ζωή υπάρχουν καλά και κακά πράγματα. Είναι όλα εκεί συγχρόνως. Η εμπειρία που έχω από τον κόσμο γύρω μου καθορίζεται από το πού στρέφω την προσοχή μου. Τις περισσότερες φορές προσέχω αυτό που έχω προγραμματίσει τον εγκέφαλο μου να προσέχει. Πάρε την περίπτωση σου, για παράδειγμα. Λες συνεχώς στον εαυτό σου αυτό που δεν θέλεις, και έτσι ο εγκέφαλος αυτόματα διαλέγει μόνο αυτό. Από τη στιγμή που μπορείς να συγκεντρωθείς σε λίγα πράγματα κάθε φορά, εσύ προσέχεις τα κακά πράγματα, λες στον εαυτό σου ότι αυτό είναι ό,τι υπάρχει, και μετά δημιουργείς (ή ενισχύεις) την πεποίθηση αυτή. Στην περίπτωση σου, αυτός είναι ο λόγος που πιστεύεις ότι όλοι οι άνθρωποι είναι κακοί. Την ίδια στιγμή συμβαίνουν καλά και θετικά πράγματα γύρω σου, αλλά εξαιτίας της αρνητικής στάσης σου, δεν είσαι σε θέση να δώσεις σημασία σε αυτά. Δεν θα ήθελες να αρχίσεις να παρατηρείς τα καλά πράγματα αντί των κακών;»

«Θα ήθελα κάτι τέτοιο, αλλά δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω. Έχεις κάποια συμβουλή;» ρώτησε ο Δημήτρης ένθερμα.

«Ω, μα ήδη άρχισες», είπε ο αετός σοφά. «Όταν απάντησες στις ερωτήσεις μου σχετικά με το τι θέλεις, τι θα σου έδινε αυτό, πώς θα το ξέρεις όταν θα το έχεις αποκτήσεις και θα έχεις φτάσει πραγματικά εκεί, όταν απάντησες σε αυτά λοιπόν, είχες ήδη αρχίσει να εκπαιδεύεις το μυαλό σου να κοιτάει τα καλά πράγματα στη ζωή.»

«Μου φαίνεται αρκετά εύκολο κάτι τέτοιο. Είσαι σίγουρος ότι θα δουλέψει;»

«Δουλεύει για ‘μένα, το καφέ πουλάκι και εκατοντάδες άλλους. Απλά εξαρτάται από το αν είσαι ή όχι διατεθειμένος να χρησιμοποιήσεις τις ερωτήσεις για όλες τις πλευρές της ζωής σου, ξανά και ξανά, μέχρι να γίνουν ο αυτόματος τρόπος σκέψης σου, άσχετα με τις συγκυρίες στις οποίες θα βρίσκεσαι κάθε φορά. Τι θέλεις να κάνεις, λοιπόν;»

«Θέλω να αλλάξω τη ζωή μου εδώ και τώρα», είπε ο Δημήτρης. «Ας αρχίσουμε.»

«Επίτρεψε μου λοιπόν να βεβαιωθώ ότι ακόμα θέλεις αυτά που είπες ότι θέλεις νωρίτερα. Είπες ότι επιθυμείς να βρεις ένα ωραίο χωριό, να βρεις μια ασχολία που σου αρέσει, να βγάλεις χρήματα, να βρεις μια γυναίκα που θα θέλεις να παντρευτείς, να κάνεις οικογένεια και να ζήσεις χαρούμενα για το υπόλοιπο της ζωής σου. Σωστά;»

«Ναι, μου αρέσουν πολύ όπως ακούγονται όλα αυτά, και θέλω να ξεκινήσω αμέσως. Αρκετά σπατάλησα τη ζωή μου. Μπορούμε να βρούμε ένα άλλο χωριό; Είμαι έτοιμος!»

«Ακολούθησε με» είπε ο κ. Αετός, ενώ ξεκίνησε να πετάξει. «Θα πρέπει να περπατάς γρήγορα για να μη μείνεις πίσω.»

Στο Χωριό

Προς το τέλος της ημέρας έφτασαν σε ένα ευχάριστο χωριό. Ο Δημήτρης αυτή τη φορά μπήκε με διαφορετική συμπεριφορά, χαμογελώντας και χαιρετώντας τους ανθρώπους που συναντούσε. Οι περαστικοί ανταπέδιδαν το χαμόγελο και κάποιοι σταμάτησαν για να τον ρωτήσουν που μεγάλωσε. Είχε ακόμα και μια δυο σύντομες συζητήσεις σχετικά με μέρη στα οποία θα μπορούσε να μείνει μέχρι να βρει πιο μόνιμο κατάλυμα.
Ο Δημήτρης έφτασε σε έναν από τους ξενώνες που του πρότειναν και εκεί βρήκε ένα ευχάριστο δωμάτιο, όχι πολύ ακριβό, όπου θα μπορούσε επίσης να έχει πρωινό και βραδινό. Μόλις κάθισε στο κρεβάτι άρχισε να συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα έδειχναν καλά. Προς το παρόν, θα είχε μια στέγη πάνω από το κεφάλι του, θα ήταν ζεστός, και θα έτρωγε τακτικά. Είχε καταφέρει να πάρει κάποια από αυτά που ήθελε, και είχε περάσει λιγότερο από μία μέρα από τότε που άρχισε τον νέο τρόπο σκέψης του. Μετά το δείπνο είχε έρθει η ώρα για τον κ.Αετό να αναχωρήσει. Συμφώνησαν να συναντηθούν το επόμενο πρωί για ακόμη μια επισκόπηση των ερωτήσεων, και για να καταστρώσουν ένα σχέδιο για την ημέρα. Καθώς ο κ.Αετός πετούσε στον έναστρο ουρανό, ο Δημήτρης τον ευχαριστούσε δυνατά.
Ο Δημήτρης ξύπνησε το επόμενο πρωί και είδε το φως του ήλιου χύνεται από το παράθυρο. Παρατήρησε τους λευκούς τοίχους, και για μια στιγμή, δεν μπορούσε να καταλάβει που βρισκόταν. Μετά θυμήθηκε τι συνέβη εχθές – η κρίσιμη καμπή στη ζωή του. Επίσης, γνώριζε ότι δεν θα είχε βρει αυτό το ζεστό μέρος για να κοιμηθεί και να φάει χωρίς το καφέ πουλάκι και τον κ. Αετό. Έριξε μια ματιά στο ρολόι, και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πεινούσε και ήθελε να φάει πρωινό πριν συναντηθεί με τον αετό.
Μετά το πολύ ικανοποιητικό πρωινό με αυγά, λουκάνικα και κέικ, ξεκίνησε για να βρει τον κ. Αετό. Και οι δυο τους είχαν ξεκουραστεί καλά, και ανυπομονούσαν να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα του ταξιδιού του Δημήτρης. Για ακόμη μια φορά ο Δημήτρης ευχαρίστησε τον αετό θερμά για όλα όσα είχε κάνει. Ήξερε βαθιά μέσα του ότι ποτέ ξανά δεν θα ήταν ο ίδιος


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ Δ'

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ
Συνέχεια Μέρος 2ο

Συναντώντας τον κ. Αετό
clip_image002Δεν είχαν περπατήσει για πολύ όταν τους βρήκε ο μεγάλος φίλος του μικρού πουλιού, ο κ. Αετός. Ήταν μια πολύ επιβλητική φιγούρα καθώς προσγειώθηκε πάνω στην προεξοχή ενός βράχου και ο Δημήτρης νιώθοντας φόβο κοιτούσε συνεχώς το πουλάκι ψιθυρίζοντας, «Είσαι σίγουρος ότι μπορούμε να εμπιστευτούμε τον αετό; Έχει τόσο μυτερό ράμφος και δυνατά νύχια που δεν μοιάζει και πολύ φιλικός!»


Το πουλάκι γέλασε και είπε, «Ο αετός είναι ένα μεγάλο πουλί με μια μεγάλη καρδιά. Τίποτα δεν του αρέσει περισσότερο από το να βοηθάει τους άλλους, αρκεί η κατάληξη να είναι καλή, και οι ίδιοι να γνωρίζουν τι πραγματικά θέλουν. Έτσι δεν είναι, κ. Αετέ;»


«Έτσι ακριβώς, αγαπητέ μου», είπε με βαθιά φωνή ο αετός. «Πιστεύω ότι υπάρχει τόσο καλό που πρέπει να γίνει σε αυτό τον κόσμο, που δεν βρίσκω χρόνο ή υπομονή για πλάσματα που λυπούνται τον εαυτό τους και κατηγορούνε τους άλλους. Αλήθεια, μένω έκπληκτος από το πόσα πλάσματα δεν γνωρίζουν τι θέλουν. Ξοδεύουν όλο το χρόνο τους στο να σκέφτονται τι ΔΕΝ θέλουν. Φαντάζεσαι να σπαταλάς τη ζωή σου με τέτοιες σκέψεις;»
Τα μάτια του μικρού πουλιού έλαμψαν. «Ο λόγος που εμείς οι δυο είμαστε τόσο καλοί φίλοι είναι ότι σκεφτόμαστε παρόμοια. Είναι τόσο ευχάριστο να είμαι μαζί σου γιατί πάντα έχεις να πεις ενδιαφέρουσες ιστορίες για καινούριες και θετικές εμπειρίες. Έχεις πάντα ένα σχέδιο, έχεις κίνητρο να πετύχεις εκπληκτικά πράγματα και νιώθεις πάντα καλά με τον εαυτό σου. Ταιριάζουμε πραγματικά.»


Ο κ. Αετός χάιδεψε το καφέ πουλάκι στο κεφάλι με την άκρη του φτερού του και κοιτώντας τον Δημήτρη είπε, «Δεν το περίμενα να σε βρω να κάνεις παρέα με αυτόν. Φαίνεται σαν να τον ξέθαψες από καμιά τρύπα. Μα γιατί τέλος πάντων δείχνει τόσο αγέλαστος και ατημέλητος, και τι κάνεις ΕΣΥ μαζί του;»
Το πουλάκι διηγήθηκε στον αετό την ιστορία του Δημήτρη. Όταν τελείωσε, ο κ, Αετός στράφηκε προς τον Δημήτρη.
«Ώστε ξεκίνησες για να αναζητήσεις την τύχη σου και να βρεις τον δρόμο σου στον κόσμο, ε;»
«Ν.. ν.. ναι, κύριε» απάντησε ο Δημήτρης, κάπως τρομοκρατημένος από την μεγαλόπρεπη μορφή που στεκόταν μπροστά του.


«Και πώς είχες σκοπό να το κάνεις αυτό χωρίς να λάβεις υπόψη σου τον επερχόμενο χειμώνα;» ρώτησε ο αετός, με ένα ίχνος περιφρόνησης στην φωνή του.


Βλέπετε κύριε, απλά φαντάστηκα ότι θα φτάσω στο επόμενο χωριό, θα βρω κάτι που μ’ αρέσει να κάνω, θα βγάλω κάποια χρήματα, θα βρω μια γυναίκα που θα θέλω να την παντρευτώ, θα αγοράσω ένα σπίτι, θα εγκατασταθώ, θα κάνω οικογένεια, και θα ζήσω χαρούμενα για το υπόλοιπο της ζωής μου», μυξόκλαψε ο Δημήτρης.


«Έτσι απλά;» ρώτησε ο αετός.


«Έτσι απλά.» απάντησε ο Δημήτρης.


«Δίχως σχέδιο;» ρώτησε δύσπιστα ο αετός.
Μετά στράφηκε προς το καφέ πουλάκι. 
 «Αυτός ο άνδρας πρέπει να διδαχθεί έναν νέο τρόπο σκέψης πριν πάει οπουδήποτε!»

Ένας Νέος Τρόπος Σκέψης

«Συμφωνώ απόλυτα, και αυτός είναι και λόγος για τον οποίο στον έφερα» είπε το πουλάκι ενθουσιασμένο και γύρισε προς τον Δημήτρη, «Είσαι πρόθυμος να μάθεις έναν νέο τρόπο σκέψης;»


Ο Δημήτρης αποκρίθηκε, «Σου είπα και το πρωί ότι είμαι απελπισμένος και θέλω βοήθεια. Μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι απλά το να σκεφτώ διαφορετικά θα μου βρει μια δουλειά και μια καινούρια ζωή. Νιώθω ότι κάτι πρέπει να έχω κάνει λάθος κάποια στιγμή και τώρα τιμωρούμαι γι’ αυτό. Από την άλλη, αν αυτό νομίζετε και οι δύο ότι χρειάζομαι, είμαι πρόθυμος να κάνω μία προσπάθεια. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα δουλέψει, και δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να αλλάξω, άλλα και οι δυο σας φαίνεται να έχετε καλύτερες ζωές από εμένα, οπότε ίσως να έχετε πράγματι κάτι να μου διδάξετε ώστε να μπορέσω να ξεφύγω από αυτή την κατάσταση.»


«Ε, λοιπόν αν είσαι σίγουρος ότι είσαι έτοιμος να αλλάξεις τον τρόπο σκέψης σου, ας αρχίσουμε με κάποιες ερωτήσεις. Η πρώτη είναι: τι θέλεις;» είπε ο αετός.


«Μισό λεπτό!» διαμαρτυρήθηκε ο Δημήτρης. «Αυτή είναι η ίδια ερώτηση που με ρώτησε το πουλάκι όταν με ξύπνησε σήμερα το πρωί. Τι συμβαίνει με ‘σας τους δυο; Είπα ήδη τι θέλω!». Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.


Ο κ. Αετός συνοφρυώθηκε. «Μια και δεν ήμουν εκεί, πρέπει να σε ρωτήσω τις ίδιες ερωτήσεις για να μπορέσω να σε βοηθήσω να πάρεις αυτό που θέλεις. Ακούγεσαι ενοχλημένος, αλλά αν είχες θέσει στον εαυτό σου αυτές τις πολύ σημαντικές ερωτήσεις πριν ξεκινήσεις το ταξίδι σου, ίσως τώρα να μην ήσουν σε αυτό το χάλι. Άσε με λοιπόν να σε ξαναρωτήσω… είσαι πραγματικά έτοιμος να αλλάξεις τον τρόπο που σκέφτεσαι; Γιατί αυτό που θα σε διδάξω είναι μια νέα στρατηγική σκέψης. Θα κάνει την διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας στη ζωή σου. Αν δεν είσαι έτοιμος να διδαχθείς μια καινούρια στρατηγική σκέψης, δεν θα σπαταλήσω τον χρόνο μου σε ‘σένα. Μπορείς απλά να πηγαίνεις, και να σκοντάφτεις για την υπόλοιπη ζωή σου όπως ακριβώς έκανες πάντα. Ποια είναι η απόφαση σου;»


«Συγνώμη», είπε ο Δημήτρης, «θέλω όντως να μάθω. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς, ρωτώντας τις ίδιες ερωτήσεις, βοηθάει. Αυτό είναι όλο.» Ο Δημήτρης στραβομουτσούνιαζε ακόμα, αλλά φαινόταν πρόθυμος να ακούσει.
Σε αυτό το σημείο το καφέ πουλάκι είπε. 


«Δημήτρη, θα σε αφήσω στα έμπειρα χέρια του κ. Αετού. Έχω μια φωλιά να καθαρίσω και να προετοιμαστώ για την άνοιξη, και τα μικρά μου σύντομα θα βγουν από τα αυγά τους. Καλή σου τύχη. Άκουσε τον κ. Αετό και κάνε ό,τι σου πει. Αυτός μου δίδαξε όλα όσα ξέρω. Είμαι ευτυχισμένος χάρη στις νέες δεξιότητες που δίδαξε σε ‘μένα και στην οικογένεια μου όταν ήμουν ένα μικροσκοπικό νεογνό ακόμα.»


Χαιρέτησε τον κ. Αετό, έδωσε στον Δημήτρη ένα ευγενικό τσίμπημα στο μάγουλο και πέταξε μακριά πριν ο Δημήτρης προλάβει να το ευχαριστήσει. Αυτός χαιρετούσε μέχρι που το πουλάκι χάθηκε. Τότε στράφηκε προς τον κ. Αετό, ακόμη κάπως φοβισμένος και επιφυλακτικός, αλλά γνωρίζοντας ότι δεν είχε τίποτα να χάσει.


«Ας αρχίσουμε λοιπόν!» είπε ο αετός. «Θα σε ξαναρωτήσω. Ερώτηση πρώτη: Τι θέλεις;»


Ο Δημήτρης είπε: «Θέλω να πάω σπίτι.»


«Πώς θα σε ωφελήσει το να πας σπίτι;»


«Θα μου παρέχει τροφή και στέγη και θα βάλει τέλος στην μοναξιά μου» απάντησε ο Δημήτρης. Οι ερωτήσεις είχαν αρχίσει να ακούγονται παρηγορητικές και οικίες.


«Αν είχες φαγητό και στέγη και δεν ήσουν μόνος πια, τι καλό θα έκανε αυτό για ‘σένα που είναι ακόμη πιο σημαντικό;» ρώτησε ο κ. Αετός.


«Θα μου έδινε πίσω την οικογένεια μου και την κοινότητα μου.»


«Τίποτα άλλο;»


Ο Δημήτρης απάντησε. «Θα είχα γαλήνη και δεν θα χρειαζόταν να περιπλανιέμαι πια.»


«Πώς όμως θα ξέρεις ότι έφτασες τους στόχους σου;»
clip_image004«Θα έχω μια σκεπή πάνω από το κεφάλι μου και θα έχω την κοιλιά μου γεμάτη. Θα είμαι στη ζέστη, η οικογένεια μου και οι φίλοι μου θα είναι γύρω μου και η καρδιά μου θα είναι γεμάτη χαρά.»


«Λοιπόν, τι σε σταματάει από το να τα έχεις όλα αυτά τώρα;» συνέχισε ο αετός.


«Είμαι χαμένος», απάντησε ο Δημήτρης, ελαφρώς απογοητευμένος ακόμη μια φορά από την επανάληψη. «Αυτές είναι οι ίδιες ερωτήσεις που μου έκανε και το καφέ πουλάκι, και στις οποίες απάντησα. Οι ερωτήσεις του με οδήγησαν σε εσένα, αλλά ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς θα φτάσω σπίτι μου!»


Ο αετός απάντησε ευγενικά, «Καταλαβαίνω, αλλά σε παρακαλώ εμπιστέψου με. Αυτές οι ερωτήσεις θα είναι ο χάρτης σου για το σπίτι. Κατανοώ ότι έφυγες από το σπίτι επειδή ο μεγαλύτερος αδερφός σου είναι αυτός που θα κληρονομήσει το παντοπωλείο, και ότι δεν υπάρχει μέρος για ‘σένα εκεί. Όταν απάντησες τις ερωτήσεις μου, δεν ανέφερες ποτέ το να αποκτήσεις μια δουλειά ή το πώς θα βγάλεις τα προς το ζην. Ήσουν αποκλειστικά απασχολημένος με το που θα μπορούσες να πας, σωματικά. Περιμένεις από τον πατέρα σου και τον αδερφό σου να σου παρέχουν ότι χρειάζεσαι;»
Τριγύρω επικρατούσε άπνοια καθώς ο Δημήτρης αναλογιζόταν αυτή την κρίσιμη ερώτηση. Μετά είπε: «Υποθέτω ότι αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Ήμουν τόσο προσκολλημένος στο να βρω τον δρόμο για το σπίτι και να ανακτήσω όλες τις ανέσεις της νεότητας μου, που πρέπει να παρέλειψα αυτή την πλευρά. Φυσικά ο πατέρας μου και ο αδερφός μου δεν μπορούν να φροντίζουν για ‘μένα. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Διονύσης κι εγώ ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι έτσι κι αλλιώς. Πέρα απ’ αυτό, είμαι ενήλικας πια και πρέπει να μάθω να φροντίζω εγώ για τον εαυτό μου. Απλά δεν ξέρω πώς». Ο Δημήτρης ακούστηκε ηττημένος.


«Εντάξει,» είπε ο αετός, «ας αρχίσουμε από την αρχή. Πρώτα απ’ όλα, μπορώ να σου δείξω το δρόμο για το σπίτι σου, οπότε αν αυτό είναι που θέλεις, ας αρχίσουμε το ταξίδι μας. Το χωριό σου είναι από ‘δω», και ο κ. Αετός έδειξε δυτικά.


«Όχι, όχι, έχεις δίκιο», είπε ο Δημήτρης, «αν και θέλω να ξέρω το δρόμο για το σπίτι, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω χωρίς να έχω καταφέρει κάτι στη ζωή μου. Θα ένιωθα ντροπιασμένος, και θα απογοήτευα τον πατέρα μου και τον μεγαλύτερο αδερφό μου. Αν έπρεπε να μοιραστούν το σπίτι και το φαγητό τους μαζί μου μπορεί να μην είχαν αρκετά ούτε για αυτούς, μια και με το ζόρι τα βγάζουν πέρα έτσι κι αλλιώς. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το να πάω σπίτι δεν είναι αυτό που θέλω πια. Άλλαξα γνώμη».

Σχεδιάζοντας μια Νέα Ζωή

«Μπορούμε πάντα να αρχίσουμε από την αρχή», είπε ο κ. Αετός. «Έχεις οικειότητα με αυτές τις ερωτήσεις, αλλά μπορεί να σου προκαλέσει έκπληξη το πόσο έχουν αλλάξει οι απαντήσεις σου από την τελευταία φορά. Τι θέλεις πραγματικά, λοιπόν;»


«Θέλω να κάνω κάτι στη ζωή μου» είπε ο Δημήτρης και κράτησε το κεφάλι του ψηλά. Η παιδική ηλικία γλιστρούσε από πάνω του και χανόταν.


«Τι ακριβώς θέλεις να κάνεις όμως; Από τι θα ήθελες να αποτελείται η ζωή σου;»


Ο Δημήτρης σταμάτησε για μια στιγμή. «Άσε με να το σκεφτώ» Μετά συνέχισε, «Είναι αυτό που πάντα ήθελα, και νόμιζα ότι δεν θα έχω πρόβλημα να το αποκτήσω. Θα πήγαινα στο επόμενο χωριό, θα έβρισκα κάτι που μ’ άρεζε, θα έβγαζα λεφτά, θα έβρισκα μια γυναίκα να παντρευτώ, θα αγόραζα ένα σπίτι, θα έκανα οικογένεια, και θα ζούσα ευτυχισμένα. Σαν παραμύθι. Είναι απλό. Να τι θέλω.»


«Αυτά είναι πολλά», είπε ο κ. Αετός, χτυπώντας τα φτερά του. «Αλλά πιστεύω ότι είναι δυνατό να αποκτήσεις αυτά που επιθυμεί η καρδιά σου. Νομίζω ότι πρέπει απλά να χωρίσεις το τελικό ‘παραμυθένιο’ αποτέλεσμα σε μικρότερα κομμάτια, και να επιλέξεις κάποιο για να αρχίσεις. Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα ήθελες ή θα χρειαζόσουν;»


«Λοιπόν…» είπε ο Δημήτρης, «πρέπει να βρω ένα χωριό, φυσικά. Ένα όπου θα ζω ευτυχισμένος. Παράλληλα σε αυτό το χωριό πρέπει να βρω και μία δουλειά που θα μου ταιριάζει.»


Ο κ. Αετός κούνησε το ράμφος του συμφωνώντας. «Τώρα κάτι κάνουμε!» φώναξε. «Όταν βρεις το τέλειο χωριό και μια δουλειά που θα σε κάνει να νιώθεις άξιος, τι θα κάνεις; Πώς θα ωφεληθείς από αυτούς τους δύο παράγοντες;»
«Θα έχω ένα σπίτι και μία απασχόληση.»


«Και τι καλό θα κάνουν για εσένα συγκεκριμένα;»


«Θα έχω μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου και λεφτά για να ξοδέψω», απάντησε ο Δημήτρης, οραματιζόμενος ένα σπίτι με αχυροσκεπή, και χρυσά νομίσματα να κουδουνίζουν στις τσέπες του.


«Και πώς θα σε βοηθήσουν;»


«Ε, θα είμαι ικανός να αγοράσω ότι χρειάζομαι για να φροντίσω τον εαυτό μου.»


Ο κ. Αετός ένιωσε ότι κάτι κατάφερναν. «Και όταν θα μπορείς να αγοράσεις ότι χρειάζεσαι για να φροντίσεις τον εαυτό σου, πως θα σε βοηθήσει κάτι τέτοιο;»


«Μετά θα μπορώ να βρω μία γυναίκα που θα θέλει να με παντρευτεί, θα ζήσουμε μαζί και θα κάνουμε οικογένεια», απάντησε ο Δημήτρης. Το πρόσωπο του φωτιζόταν όλο και πιο πολύ – στο μυαλό του φανταζόταν ένα παιδί στα χέρια του.


«Αν λοιπόν ήταν να ερωτευτείς, να φτιάξεις τη ζωή σου με μία νύφη, και να γίνεις ένας περήφανος πατέρας, πως θα βοηθούσε αυτό;»


«Θα είχα βρει την γαλήνη και θα ζούσα χαρούμενος το υπόλοιπο της ζωής μου. Θα είχα το παραμύθι μου.»
Ξανά, ο κ. Αετός ρώτησε, «Και αν ήσουν γαλήνιος και ζούσες χαρούμενος την υπόλοιπη ζωή σου, τι θα σήμαινε αυτό για ‘σένα που είναι ακόμα πιο σημαντικό;»


Ο Δημήτρης έκανε μια παύση για να σκεφτεί. «Ειρήνη και ευτυχία.»
Ο αετός έστρεψε τα σκοτεινά μάτια του στον Δημήτρη. Μετά είπε, «Αν αυτά τα πράγματα είναι τόσο σημαντικά για εσένα, τι σε σταματάει από το να τα αποκτήσεις αυτή τη στιγμή;»
Ο Δημήτρης ήταν ειλικρινής, «Λοιπόν, κύριε, δεν βρήκα μέχρι τώρα κάποιο χωριό που να έμοιαζε με ένα τόπο στον οποίο θα ήθελα να ζήσω.»


«Τι είδους χωριό αναζητάς;» ρώτησε ο κ. Αετός. «Όπως γνωρίζεις, είμαι πολύ διαβασμένος σε αυτή την περιοχή.»
Ο Δημήτρης απάντησε γρήγορα, «Ένα χωριό όπου οι άνθρωποι θα είναι φιλικοί, το περιβάλλον θα είναι όμορφο και ειρηνικό, οι δουλειές θα είναι πολλές και θα υπάρχουν νέοι άνθρωποι στην ηλικία μου. Επίσης θα ήθελα να απέχει από το παλιό μου χωριό λιγότερο από μιας μέρας ταξίδι, ώστε να μπορώ να επισκέπτομαι την οικογένεια μου εύκολα.»


«Αυτό δεν νομίζω να είναι πολύ δύσκολο» απάντησε ο αετός. «Ξέρω πολλά χωριά που ταιριάζουν ακριβώς σε αυτή την περιγραφή.»


«Θα με πας σε παρακαλώ σε κάποια από αυτά;» ρώτησε ο Δημήτρης, «δεν είχα τύχη ψάχνοντας ένα μέρος σαν αυτό που περιέγραψα.» Ήξερε ότι κάτι απίστευτο επρόκειτο να συμβεί.


«Αν ξεκινήσουμε κατευθείαν, νομίζω πως έχω χρόνο για κάτι τέτοιο» είπε ο αετός. 
«Είσαι σίγουρος ότι είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις τη νέα σου ζωή;»
«Ποτέ δεν ήμουν πιο έτοιμος για κάτι!» φώναξε ο Δημήτρης.


Οι δυο τους ξεκίνησαν για την ύπαιθρο – ο αετός, με χάρη και μεγαλοπρέπεια μέσα στην καταχνιά, και ο Δημήτρης, ατενίζοντας με αισιοδοξία το μέλλον του για πρώτη φορά.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...