Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ
Συνέχεια ''Μέρος 5ο''
Ένα Νέο Ταξίδι
Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, Ο Δημήτρης και η Δώρα ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Ένα βράδυ κατά τη διάρκεια του δείπνου, μιλούσαν, και ο Δημήτρης είπε στη γυναίκα του, «Σου έχω πει την ιστορία για το πώς άφησα το σπίτι μου, ξεκίνησα το σκληρό ταξίδι μου για να βρω την τύχη μου, και το πώς συνάντησα το καφέ πουλάκι που με οδήγησε στον κ. Αετό. Εκείνη ήταν η στιγμή που η ζωή μου άρχισε να αλλάζει. Μετά από κάποια δυσπιστία και αντίσταση από τη μεριά μου ο κ. Αετός μου δίδαξε τα τέσσερα ερωτήματα, και αυτό ήταν που με έφερε στο χωριό, με βοήθησε να βρω μια καλή δουλειά, και τελικά με οδήγησε σε εσένα, γλυκιά μου. Όταν άφησα το σπίτι με τον δίδυμο αδερφό μου, ορκιστήκαμε ότι θα ξαναβρεθούμε αφού βρούμε τη θέση μας στον κόσμο, και σκέπτομαι ότι μάλλον πια έχει έρθει ο καιρός. Αυτό το χωριό δεν είναι πολύ μακριά από το παλιό μου χωριό και την οικογένεια μου, και μου λείπουνε πολύ όλοι τους. Αναρωτιέμαι τι να κάνουνε.
Θέλω να σου τους γνωρίσω τελικά, αλλά θα μου επέτρεπες σε παρακαλώ να ταξιδέψω πρώτα εκεί μόνος μου, να τους πω τα υπέροχα νέα μου και να σχεδιάσω για το πότε θα μπορούσες να με συνοδέψεις και εσύ εκεί;»
«Φυσικά αγάπη μου», είπε η Δώρα με το ειλικρινές χαμόγελο της. «Πήγαινε με τις ευλογίες μου και σε παρακαλώ πες τους ότι τους στέλνω την αγάπη μου, και ότι ανυπομονώ να τους γνωρίσω και να γίνω μέρος της οικογένειας σου.»
Με την καθοδήγηση των τεσσάρων ερωτήσεων, τα σχέδια έγιναν με τον εργοδότη του Δημήτρη για κάποιο χρόνο εκτός εργασίας, και μέσα σε δύο εβδομάδες, είχε αποχαιρετήσει τη γυναίκα του και έπαιρνε τον δρόμο για το πατρικό του σπίτι. Καθώς περπατούσε, αναρωτιόταν τι θα βρει και πώς θα πει στην οικογένεια του για τις εμπειρίες του από την αναχώρηση του. Ευχόταν να είχε κάποιο τρόπο να επικοινωνήσει με τον Διονύση, αλλά ίσως ο Διονύσης να είχε ήδη επισκεφτεί το σπίτι. Ίσως οι γονείς του να γνώριζαν για το που βρίσκεται ο αδερφός του και για τις δικές του περιπέτειες μετά το χωρισμό τους στο σταυροδρόμι.
Ο Δημήτρης σφύριζε ενώ περπατούσε σε ένα χαλικόστρωτο μονοπάτι, και σκεφτόταν για όλα τα πράγματα που θα ήθελε να κάνει, τα μέρη που θα ήθελε να επισκεφτεί και για τους ανθρώπους που θα ήθελε να δει στη σύντομη επίσκεψη του. Ανυπομονούσε να τους πει για τη νέα του νύφη, το ζεστό σπιτικό του και την ενδιαφέρουσα δουλειά του. Αποφάσισε ότι χρειαζόταν ένα σχέδιο, αλλιώς ο χρόνος θα περνούσε πολύ γρήγορα.
Καθώς προχωρούσε άρχισε να σκέφτεται τις τέσσερις ερωτήσεις σχετικά με την επίσκεψη του. Όταν τελείωσε, ήξερε με λεπτομέρεια τι ήθελε να κάνει εκεί (και ακόμα και με ποια σειρά). Η ερώτηση, ‘τι καλό θα κάνει αυτό για εμένα;’ ήταν πραγματικά διασκεδαστική, γιατί υπήρχαν τόσα πολλά θετικά πράγματα που περίμενε από αυτή την επίσκεψη.
Την ώρα που τελείωσε, συνειδητοποίησε πως ο ήλιος είχε περάσει το υψηλότερο σημείο στον ουρανό και ήταν ώρα να σταματήσει για το μεσημεριανό του. Πεινούσε πολύ εξαιτίας της πεζοπορίας, της σκέψης και του σχεδιασμού που έκανε όλο το πρωί. Βρήκε ένα μεγάλο πλατύ βράχο δίπλα στο μονοπάτι, κάθισε κάτω και άνοιξε το καλάθι με το φαγητό του που η γυναίκα του με αγάπη του είχε ετοιμάσει με όλα τα αγαπημένα του φαγητά.
Καθώς άπλωνε την πετσέτα του και ετοιμαζόταν να απολαύσει το μεσημεριανό του, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν πολύ κοντά στο σταυροδρόμι στο οποίο αυτός και ο αδερφός του αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον πριν πολλούς μήνες. Το γεγονός αυτό του έφερε ένα κύμα αναμνήσεων και άρχισε να σκέφτεται όλα αυτά που του συνέβησαν στα χρόνια μετά τον χωρισμό. Ο δίδυμος αδερφός του, του έλειπε τώρα περισσότερο από ποτέ. Ο Δημήτρης βγήκε από την ονειροπόληση του με ένα γρήγορα κούνημα του κεφαλιού του. Αποφάσισε ότι το να κάθεται και να αναπολεί δεν θα του φέρει πίσω τον Διονύση, ούτε θα τον βοηθούσε να φτάσει στην οικογένεια του. Τότε μάζεψε τη φραντζόλα και το τυρί που έτρωγε, τα ξαναέβαλε στο καλάθι και στερέωσε τον υπνόσακο στην πλάτη του. Στάθηκε, έτοιμος να ξεκινήσει ξανά το ταξίδι του, όταν άκουσε ένα σφύριγμα να έρχεται από την άλλη μεριά της διακλάδωσης. Ο Δημήτρης κοντοστάθηκε. Το ήξερε αυτό το σφύριγμα. «Διονύση!» φώναξε. «Διονύση, εσύ είσαι; Είμαι ο Δημήτρης, ο αδερφός σου!». Και οι δύο έτρεξαν προς τον ήχο της φωνής του άλλου. Όταν έφτασαν στην αρχή της διακλάδωσης ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο και έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Και άρχισαν να κουβεντιάζουν συγχρόνως: είχαν τόσα πολλά να πούνε.
Μέρος 2.Η περιπέτεια του Διονύση
Οι κακοί και Άδικοι Άνθρωποι στον Κόσμο
Αρκετούς μήνες πριν, όταν ο Διονύσης άφησε τον αδερφό του στο σταυροδρόμι και ξεκίνησε για την αντίθετη κατεύθυνση, δεν σχεδίαζε τίποτε περισσότερο από το να βρει τον δρόμο του στον κόσμο. Βρήκε καταφύγιο σε εγκαταλειμμένες καλύβες και κάποιες φορές κάτω από κίτρινες θημωνιές. Συγχρόνως έψαχνε διαρκώς για ένα καλό μέρος να εγκατασταθεί και κάτι ενδιαφέρον για να κάνει, αλλά δεν βρήκε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Σε κάθε πόλη που έφτανε έκανε στον πρώτο άνθρωπο που συναντούσε την ίδια ερώτηση. «Πώς είναι οι άνθρωποι σε αυτήν την πόλη;». Σε κάθε πόλη η ερώτησή του απαντιόταν με μία ερώτηση, «Εσύ τι λες; Πώς είναι οι άνθρωποι από κει που έρχεσαι;». Η απάντησή του πάντα περιείχε ένα παράδειγμα του πόσο κακό και άδικο υπήρχε εκεί που τον έκανε να τα παρατήσει όλα και να φύγει ενώ ο αδερφός του κληρονόμησε την οικογενειακή επιχείρηση. Θα έλεγε στον δύστυχο ακροατή του πόσο κουρασμένος ήταν από το ταξίδι και πόσο ήλπιζε αυτή η πόλη να ήταν διαφορετική από την πόλη που μεγάλωσε. Μέχρι τώρα όλες οι πόλεις στις οποίες είχε ταξιδέψει ήταν γεμάτες με άκαρδους ανθρώπους και καμιά ευκαιρία για ξένους νέους. Αλλά σε κάθε πόλη η απάντηση ήταν ένα λυπημένο κούνημα του κεφαλιού και η φράση: «Νομίζω πως θα βρεις κι εδώ τους ανθρώπους όπως ακριβώς κι αλλού».
Και ήταν αλήθεια – σε κάθε πόλη τον αγνοούσαν, τον εκμεταλλευόντουσαν ή τον λήστευαν κυριολεκτικά. Σε κάθε μέρος αναρωτιόταν: «Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Γιατί έχουν αυτό το πρόβλημα; Τι τους σταματάει από το να είναι χρήσιμοι, γενναιόδωροι και τίμιοι; Γιατί πάντα βρίσκω τόσο κακούς ανθρώπους όπου κι αν πάω; Ποιανού είναι το λάθος;». Πάντα έφτανε στο συμπέρασμα ότι το λάθος ήταν κάποιου άλλου. Και καθώς οι μέρες γινόταν πιο σκοτεινές και πιο κρύες, άρχισε να αμφιβάλλει αν θα έβρισκε το δρόμο του στη ζωή. Η υπομονή του εξαντλήθηκε και άρχισε να κατηγορεί τους γονείς του που τον ανάγκασαν να τα βγάλει πέρα μόνος του. Θύμωνε με τους ανθρώπους που συναντούσε και δεν τον βοηθούσαν και είχε σχεδόν φτάσει στο σημείο να γρυλλίζει σε όποιον περνούσε. Ο Διονύσης καταλάβαινε πως αν δεν έβρισκε ένα ασφαλές και ζεστό μέρος να περάσει τον χειμώνα, θα είχε δυσκολίες, αλλά δεν έτυχε να βρει μια πόλη που ήθελε να είναι το σπίτι του. Συνέχιζε λοιπόν να σιγοβράζει από θυμό.
Καθώς είχε πάρει μαζί του λίγα χρήματα για το ταξίδι έκανε οικονομίες, για την περίπτωση που δεν θα κατάφερνε να βρει καταφύγιο για το χειμώνα
Η συνάντηση με τον Αγρότη
Μια μέρα καθώς ο χειμώνας άρχισε να παγώνει τα δάση γύρω του, ο Διονύσης συνάντησε έναν ταπεινό αγρότη, που του ζήτησε δανεικά και υποσχέθηκε να τον ξεπληρώσει και με τόκο. Ο αγρότης φαινόταν ανήσυχος και έδειχνε να έχει ξεπέσει. Με μια αναλαμπή ελπίδας ο Διονύσης τον ρώτησε, «Ποιο είναι το πρόβλημα, γιατί χρειάζεσαι χρήματα;».
Ο αγρότης είπε: «Όπως ξέρεις πέρσι είχαμε μεγάλη ξηρασία στην περιοχή και δεν είχαμε σχεδόν καθόλου σοδειά. Η οικογένειά μου αναγκάστηκε να πουλήσει το μουλάρι και να φάμε όλο το καλαμπόκι για να βγάλουμε τον χειμώνα. Τώρα δεν έχω ούτε σπόρο να φυτέψω ή μουλάρι να οργώσω.»
«Γιατί έχεις αυτό το πρόβλημα;»
Ο αγρότης απάντησε, «Τα πήγαινα μια χαρά μέχρι την ξηρασία. Πίστευα ότι η βροχή θα ερχόταν και όταν δεν ήρθε, η καλλιέργεια άρχισε να μαραίνεται και τα χωράφια με το ζόρι παρήγαγαν κάτι για να ζήσουμε. Του γείτονά μου η σοδειά ατύχησε κι αυτή. Είναι το ίδιο παντού. Δεν έβρεξε αρκετά και τώρα δεν υπάρχει τρόπος να συνεχίσουμε».
Ο Διονύσης κοίταξε τον αγρότη κατευθείαν στα μάτια.
«Τι σε σταματάει από το να πάρεις αυτό που θέλεις;»
Ο αγρότης κοίταξε τον Διονύση σαν να ήταν τρελός, αλλά υπομονετικά του εξήγησε πάλι πως είχε υποφέρει από την ξηρασία, πως πούλησαν το μουλάρι του, και έφαγαν όλη τη σοδειά για να περάσουν τον χειμώνα και πως κανείς δεν είχε αποθέματα.
«Ποιανού το λάθος είναι αυτό;» ρώτησε ο Διονύσης.
Τώρα ο αγρότης άρχισε να εκνευρίζεται. «Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τον καιρό», γρύλισε.
Ο Διονύσης λυπήθηκε τον άνθρωπο και καθώς έπρεπε να κάνει κάτι για να αρχίσει να αποκτά την περιουσία που τόσο επιθυμούσε, δάνεισε στον αγρότη τα χρήματα που είχε με την υπόσχεση να έχει ένα μέρος να μείνει τον χειμώνα και να συμπεριληφθεί στην επιστροφή των χρημάτων και ένα μερίδιο από τη σοδειά.
Ο Διονύσης πέρασε το χειμώνα με τον αγρότη και την οικογένειά του, μοιραζόμενος το πενιχρό φαγητό και όταν ο καιρός ζέστανε, βοηθούσε με τις αγροτικές δουλειές. Όταν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, ο Διονύσης βοηθούσε τον αγρότη να βρει το λάθος, ποιες ήταν οι προοπτικές και ποιανού το λάθος ήταν. Δυστυχώς η ξηρασία ήταν ακόμη χειρότερη την επόμενη περίοδο, δεν υπήρχε σοδιά να μοιραστούν, ούτε τρόπος να τον ξεχρεώσει ο αγρότης. Όταν ο Διονύσης το εξακρίβωσε αυτό, ξέσπασε έξω από το χωριό, μουρμουρίζοντας πόσο άδικη ήταν η κατάσταση και πως ήξερε ότι ο αγρότης δεν θα μπορούσε ποτέ να τον ξεχρεώσει. Ο Διονύσης σκέφτηκε: «Έπρεπε να ξέρω ότι και αυτός ο άνθρωπος ήταν ακριβώς σαν τους άλλους. Με εκμεταλλεύτηκε και μου έκλεψε τα λεφτά. Στοιχηματίζω ότι ποτέ δεν σκόπευε να με ξεπληρώσει, ακόμη κι αν σοδειά θα ήταν καλή. Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι κανέναν αυτές τις μέρες, και είχα τόσες ελπίδες για αυτή την επένδυση, αλλά για μια ακόμη φορά, με εκμεταλλεύτηκε ένα κάθαρμα, και να ‘μαι τώρα χωρίς σχεδόν καθόλου λεφτά».
Η Κόρη του Εμπόρου
Ο Διονύσης περιπλανήθηκε στην επόμενη πόλη, όπου συνάντησε την κόρη ενός εμπόρου. Η Δανάη ήταν νέα και παιχνιδιάρα, με μακριά καστανά μαλλιά που κατέληγαν σε απαλές μπούκλες. Άρεσε αμέσως στον Διονύση, κι αυτή όμως δεν έμεινε αδιάφορη για τον νεαρό ταξιδιώτη. Η Δανάη ήταν το μοναχοπαίδι ενός πλούσιου εμπόρου που δεν είχε γιο για να κληρονομήσει την επιχείρησή του.
Ένα πρωί ο Διονύσης αποφάσισε να ζητήσει το χέρι της. Χτύπησε αποφασιστικά την πόρτα του σπιτιού της και ένας γεροδεμένος και καλοντυμένος κύριος άνοιξε την πόρτα. Ο Διονύσης απολογήθηκε που είχε έρθει απροειδοποίητα, αλλά ο έμπορος κάτι υποψιάστηκε από το βλέμμα του Διονύση.
Χαϊδεύοντας με το ένα χέρι τη γενειάδα του ρώτησε:
«Μπορώ να βοηθήσω; Τι θα ήθελες;»
Ο Διονύσης απάντησε: «Θέλω να παντρευτώ την κόρη σας, κύριε, να χτίσουμε τη ζωή μας μαζί, να κάνουμε οικογένεια και να μη χρειαστεί να ανησυχώ πια για στέγη, φαγητό ή συντροφιά».
Ο έμπορος φάνηκε δυσαρεστημένος. «Πώς θα επωφεληθείς από αυτό;»
Ο Διονύσης απάντησε: «Η Δανάη και εγώ αγαπιόμαστε, και δεν θα είμαστε πια μόνοι. Δεν θα χρειαστεί ποτέ πια να κοιμηθώ με άδειο στομάχι, και το σπίτι μας θα μας ζεσταίνει».
Μορφάζοντας ο έμπορος ρώτησε: «Πώς θα το ξέρεις όταν θα έχεις αυτό που θέλεις;».
«Δεν θα πεινώ και δεν θα κρυώνω. Η γυναίκα μου κι εγώ δεν θα είμαστε μόνοι, δεν θα έχουμε στεναχώριες. Και δεν θα το μετανιώσεις που θα με πάρεις στην οικογενειακή επιχείρηση», είπε ο Διονύσης.
Ο έμπορος ρώτησε: «Πώς θα πάρεις αυτά που θέλεις;».
Ο Διονύσης απάντησε, «Πες τη λέξη και όλα τα βάσανα μου θα τελειώσουν». Ο έμπορος σηκώθηκε από την καρέκλα του με ένα ύφος αηδίας στο πρόσωπό του. Έδειξε στον Διονύσης την πόρτα και τον διέταξε να φύγει από το σπίτι του αμέσως.
Η Δανάη που άκουσε τη φασαρία κατέβηκε τρέχοντας κάτω τη στιγμή που έκλεινε με κρότο η εξώπορτα.
«Δεν πρόκειται να ξαναδείς αυτόν τον νέο, κατάλαβες;». Ο έμπορος έπιασε το κεφάλι του με ταραχή καθώς είδε την απογοήτευση στο πρόσωπο της κόρης του. «Δεν ταιριάζει για σύζυγος σου, ούτε για κληρονόμος της επιχείρησής μου. Σκέφτεται μόνο αυτά που δεν θέλει και θέλει να ξέρει μόνο πως μπορεί να επωφεληθεί από μια κατάσταση. Ξέρω, λέει πως σε αγαπάει, αλλά μου απέδειξε ότι δεν έχει κάποιο σχέδιο με ποιον τρόπο να σε φροντίσει. Μπορεί να σου λείψει για μια δυο μέρες, αλλά θα ήσουν δυστυχισμένη μαζί του μια ζωή».
Ο Διονύσης περπατούσε με βαριά βήματα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, τα παπούτσια του άφηναν συννεφάκια σκόνης καθώς προχωρούσε. Ήταν έξαλλος με τον έμπορο που κατέστρεψε την ευκαιρία του για ευτυχία και πλουτισμό. «Έπρεπε να το περιμένω» μονολόγησε ξεφυσώντας. «Οι άνθρωποι είναι άδικοι και αχάριστοι. Η Δανάη δεν έπρεπε να με ενθαρρύνει και να μου δώσει ελπίδες. Ο άσπλαχνος πατέρας της προσποιήθηκε ότι με άκουσε. Ήταν ένα ακόμη παράδειγμα του πόσο διπρόσωποι και αδιάφοροι μπορεί να είναι οι άνθρωποι».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Συνέχεια ''Μέρος 5ο''
Ένα Νέο Ταξίδι
Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, Ο Δημήτρης και η Δώρα ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Ένα βράδυ κατά τη διάρκεια του δείπνου, μιλούσαν, και ο Δημήτρης είπε στη γυναίκα του, «Σου έχω πει την ιστορία για το πώς άφησα το σπίτι μου, ξεκίνησα το σκληρό ταξίδι μου για να βρω την τύχη μου, και το πώς συνάντησα το καφέ πουλάκι που με οδήγησε στον κ. Αετό. Εκείνη ήταν η στιγμή που η ζωή μου άρχισε να αλλάζει. Μετά από κάποια δυσπιστία και αντίσταση από τη μεριά μου ο κ. Αετός μου δίδαξε τα τέσσερα ερωτήματα, και αυτό ήταν που με έφερε στο χωριό, με βοήθησε να βρω μια καλή δουλειά, και τελικά με οδήγησε σε εσένα, γλυκιά μου. Όταν άφησα το σπίτι με τον δίδυμο αδερφό μου, ορκιστήκαμε ότι θα ξαναβρεθούμε αφού βρούμε τη θέση μας στον κόσμο, και σκέπτομαι ότι μάλλον πια έχει έρθει ο καιρός. Αυτό το χωριό δεν είναι πολύ μακριά από το παλιό μου χωριό και την οικογένεια μου, και μου λείπουνε πολύ όλοι τους. Αναρωτιέμαι τι να κάνουνε.
Θέλω να σου τους γνωρίσω τελικά, αλλά θα μου επέτρεπες σε παρακαλώ να ταξιδέψω πρώτα εκεί μόνος μου, να τους πω τα υπέροχα νέα μου και να σχεδιάσω για το πότε θα μπορούσες να με συνοδέψεις και εσύ εκεί;»
«Φυσικά αγάπη μου», είπε η Δώρα με το ειλικρινές χαμόγελο της. «Πήγαινε με τις ευλογίες μου και σε παρακαλώ πες τους ότι τους στέλνω την αγάπη μου, και ότι ανυπομονώ να τους γνωρίσω και να γίνω μέρος της οικογένειας σου.»
Με την καθοδήγηση των τεσσάρων ερωτήσεων, τα σχέδια έγιναν με τον εργοδότη του Δημήτρη για κάποιο χρόνο εκτός εργασίας, και μέσα σε δύο εβδομάδες, είχε αποχαιρετήσει τη γυναίκα του και έπαιρνε τον δρόμο για το πατρικό του σπίτι. Καθώς περπατούσε, αναρωτιόταν τι θα βρει και πώς θα πει στην οικογένεια του για τις εμπειρίες του από την αναχώρηση του. Ευχόταν να είχε κάποιο τρόπο να επικοινωνήσει με τον Διονύση, αλλά ίσως ο Διονύσης να είχε ήδη επισκεφτεί το σπίτι. Ίσως οι γονείς του να γνώριζαν για το που βρίσκεται ο αδερφός του και για τις δικές του περιπέτειες μετά το χωρισμό τους στο σταυροδρόμι.
Ο Δημήτρης σφύριζε ενώ περπατούσε σε ένα χαλικόστρωτο μονοπάτι, και σκεφτόταν για όλα τα πράγματα που θα ήθελε να κάνει, τα μέρη που θα ήθελε να επισκεφτεί και για τους ανθρώπους που θα ήθελε να δει στη σύντομη επίσκεψη του. Ανυπομονούσε να τους πει για τη νέα του νύφη, το ζεστό σπιτικό του και την ενδιαφέρουσα δουλειά του. Αποφάσισε ότι χρειαζόταν ένα σχέδιο, αλλιώς ο χρόνος θα περνούσε πολύ γρήγορα.
Καθώς προχωρούσε άρχισε να σκέφτεται τις τέσσερις ερωτήσεις σχετικά με την επίσκεψη του. Όταν τελείωσε, ήξερε με λεπτομέρεια τι ήθελε να κάνει εκεί (και ακόμα και με ποια σειρά). Η ερώτηση, ‘τι καλό θα κάνει αυτό για εμένα;’ ήταν πραγματικά διασκεδαστική, γιατί υπήρχαν τόσα πολλά θετικά πράγματα που περίμενε από αυτή την επίσκεψη.
Την ώρα που τελείωσε, συνειδητοποίησε πως ο ήλιος είχε περάσει το υψηλότερο σημείο στον ουρανό και ήταν ώρα να σταματήσει για το μεσημεριανό του. Πεινούσε πολύ εξαιτίας της πεζοπορίας, της σκέψης και του σχεδιασμού που έκανε όλο το πρωί. Βρήκε ένα μεγάλο πλατύ βράχο δίπλα στο μονοπάτι, κάθισε κάτω και άνοιξε το καλάθι με το φαγητό του που η γυναίκα του με αγάπη του είχε ετοιμάσει με όλα τα αγαπημένα του φαγητά.
Καθώς άπλωνε την πετσέτα του και ετοιμαζόταν να απολαύσει το μεσημεριανό του, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν πολύ κοντά στο σταυροδρόμι στο οποίο αυτός και ο αδερφός του αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον πριν πολλούς μήνες. Το γεγονός αυτό του έφερε ένα κύμα αναμνήσεων και άρχισε να σκέφτεται όλα αυτά που του συνέβησαν στα χρόνια μετά τον χωρισμό. Ο δίδυμος αδερφός του, του έλειπε τώρα περισσότερο από ποτέ. Ο Δημήτρης βγήκε από την ονειροπόληση του με ένα γρήγορα κούνημα του κεφαλιού του. Αποφάσισε ότι το να κάθεται και να αναπολεί δεν θα του φέρει πίσω τον Διονύση, ούτε θα τον βοηθούσε να φτάσει στην οικογένεια του. Τότε μάζεψε τη φραντζόλα και το τυρί που έτρωγε, τα ξαναέβαλε στο καλάθι και στερέωσε τον υπνόσακο στην πλάτη του. Στάθηκε, έτοιμος να ξεκινήσει ξανά το ταξίδι του, όταν άκουσε ένα σφύριγμα να έρχεται από την άλλη μεριά της διακλάδωσης. Ο Δημήτρης κοντοστάθηκε. Το ήξερε αυτό το σφύριγμα. «Διονύση!» φώναξε. «Διονύση, εσύ είσαι; Είμαι ο Δημήτρης, ο αδερφός σου!». Και οι δύο έτρεξαν προς τον ήχο της φωνής του άλλου. Όταν έφτασαν στην αρχή της διακλάδωσης ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο και έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Και άρχισαν να κουβεντιάζουν συγχρόνως: είχαν τόσα πολλά να πούνε.
Μέρος 2.Η περιπέτεια του Διονύση
Οι κακοί και Άδικοι Άνθρωποι στον Κόσμο
Αρκετούς μήνες πριν, όταν ο Διονύσης άφησε τον αδερφό του στο σταυροδρόμι και ξεκίνησε για την αντίθετη κατεύθυνση, δεν σχεδίαζε τίποτε περισσότερο από το να βρει τον δρόμο του στον κόσμο. Βρήκε καταφύγιο σε εγκαταλειμμένες καλύβες και κάποιες φορές κάτω από κίτρινες θημωνιές. Συγχρόνως έψαχνε διαρκώς για ένα καλό μέρος να εγκατασταθεί και κάτι ενδιαφέρον για να κάνει, αλλά δεν βρήκε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Σε κάθε πόλη που έφτανε έκανε στον πρώτο άνθρωπο που συναντούσε την ίδια ερώτηση. «Πώς είναι οι άνθρωποι σε αυτήν την πόλη;». Σε κάθε πόλη η ερώτησή του απαντιόταν με μία ερώτηση, «Εσύ τι λες; Πώς είναι οι άνθρωποι από κει που έρχεσαι;». Η απάντησή του πάντα περιείχε ένα παράδειγμα του πόσο κακό και άδικο υπήρχε εκεί που τον έκανε να τα παρατήσει όλα και να φύγει ενώ ο αδερφός του κληρονόμησε την οικογενειακή επιχείρηση. Θα έλεγε στον δύστυχο ακροατή του πόσο κουρασμένος ήταν από το ταξίδι και πόσο ήλπιζε αυτή η πόλη να ήταν διαφορετική από την πόλη που μεγάλωσε. Μέχρι τώρα όλες οι πόλεις στις οποίες είχε ταξιδέψει ήταν γεμάτες με άκαρδους ανθρώπους και καμιά ευκαιρία για ξένους νέους. Αλλά σε κάθε πόλη η απάντηση ήταν ένα λυπημένο κούνημα του κεφαλιού και η φράση: «Νομίζω πως θα βρεις κι εδώ τους ανθρώπους όπως ακριβώς κι αλλού».
Και ήταν αλήθεια – σε κάθε πόλη τον αγνοούσαν, τον εκμεταλλευόντουσαν ή τον λήστευαν κυριολεκτικά. Σε κάθε μέρος αναρωτιόταν: «Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Γιατί έχουν αυτό το πρόβλημα; Τι τους σταματάει από το να είναι χρήσιμοι, γενναιόδωροι και τίμιοι; Γιατί πάντα βρίσκω τόσο κακούς ανθρώπους όπου κι αν πάω; Ποιανού είναι το λάθος;». Πάντα έφτανε στο συμπέρασμα ότι το λάθος ήταν κάποιου άλλου. Και καθώς οι μέρες γινόταν πιο σκοτεινές και πιο κρύες, άρχισε να αμφιβάλλει αν θα έβρισκε το δρόμο του στη ζωή. Η υπομονή του εξαντλήθηκε και άρχισε να κατηγορεί τους γονείς του που τον ανάγκασαν να τα βγάλει πέρα μόνος του. Θύμωνε με τους ανθρώπους που συναντούσε και δεν τον βοηθούσαν και είχε σχεδόν φτάσει στο σημείο να γρυλλίζει σε όποιον περνούσε. Ο Διονύσης καταλάβαινε πως αν δεν έβρισκε ένα ασφαλές και ζεστό μέρος να περάσει τον χειμώνα, θα είχε δυσκολίες, αλλά δεν έτυχε να βρει μια πόλη που ήθελε να είναι το σπίτι του. Συνέχιζε λοιπόν να σιγοβράζει από θυμό.
Καθώς είχε πάρει μαζί του λίγα χρήματα για το ταξίδι έκανε οικονομίες, για την περίπτωση που δεν θα κατάφερνε να βρει καταφύγιο για το χειμώνα
Η συνάντηση με τον Αγρότη
Μια μέρα καθώς ο χειμώνας άρχισε να παγώνει τα δάση γύρω του, ο Διονύσης συνάντησε έναν ταπεινό αγρότη, που του ζήτησε δανεικά και υποσχέθηκε να τον ξεπληρώσει και με τόκο. Ο αγρότης φαινόταν ανήσυχος και έδειχνε να έχει ξεπέσει. Με μια αναλαμπή ελπίδας ο Διονύσης τον ρώτησε, «Ποιο είναι το πρόβλημα, γιατί χρειάζεσαι χρήματα;».
Ο αγρότης είπε: «Όπως ξέρεις πέρσι είχαμε μεγάλη ξηρασία στην περιοχή και δεν είχαμε σχεδόν καθόλου σοδειά. Η οικογένειά μου αναγκάστηκε να πουλήσει το μουλάρι και να φάμε όλο το καλαμπόκι για να βγάλουμε τον χειμώνα. Τώρα δεν έχω ούτε σπόρο να φυτέψω ή μουλάρι να οργώσω.»
«Γιατί έχεις αυτό το πρόβλημα;»
Ο αγρότης απάντησε, «Τα πήγαινα μια χαρά μέχρι την ξηρασία. Πίστευα ότι η βροχή θα ερχόταν και όταν δεν ήρθε, η καλλιέργεια άρχισε να μαραίνεται και τα χωράφια με το ζόρι παρήγαγαν κάτι για να ζήσουμε. Του γείτονά μου η σοδειά ατύχησε κι αυτή. Είναι το ίδιο παντού. Δεν έβρεξε αρκετά και τώρα δεν υπάρχει τρόπος να συνεχίσουμε».
Ο Διονύσης κοίταξε τον αγρότη κατευθείαν στα μάτια.
«Τι σε σταματάει από το να πάρεις αυτό που θέλεις;»
Ο αγρότης κοίταξε τον Διονύση σαν να ήταν τρελός, αλλά υπομονετικά του εξήγησε πάλι πως είχε υποφέρει από την ξηρασία, πως πούλησαν το μουλάρι του, και έφαγαν όλη τη σοδειά για να περάσουν τον χειμώνα και πως κανείς δεν είχε αποθέματα.
«Ποιανού το λάθος είναι αυτό;» ρώτησε ο Διονύσης.
Τώρα ο αγρότης άρχισε να εκνευρίζεται. «Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τον καιρό», γρύλισε.
Ο Διονύσης λυπήθηκε τον άνθρωπο και καθώς έπρεπε να κάνει κάτι για να αρχίσει να αποκτά την περιουσία που τόσο επιθυμούσε, δάνεισε στον αγρότη τα χρήματα που είχε με την υπόσχεση να έχει ένα μέρος να μείνει τον χειμώνα και να συμπεριληφθεί στην επιστροφή των χρημάτων και ένα μερίδιο από τη σοδειά.
Ο Διονύσης πέρασε το χειμώνα με τον αγρότη και την οικογένειά του, μοιραζόμενος το πενιχρό φαγητό και όταν ο καιρός ζέστανε, βοηθούσε με τις αγροτικές δουλειές. Όταν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, ο Διονύσης βοηθούσε τον αγρότη να βρει το λάθος, ποιες ήταν οι προοπτικές και ποιανού το λάθος ήταν. Δυστυχώς η ξηρασία ήταν ακόμη χειρότερη την επόμενη περίοδο, δεν υπήρχε σοδιά να μοιραστούν, ούτε τρόπος να τον ξεχρεώσει ο αγρότης. Όταν ο Διονύσης το εξακρίβωσε αυτό, ξέσπασε έξω από το χωριό, μουρμουρίζοντας πόσο άδικη ήταν η κατάσταση και πως ήξερε ότι ο αγρότης δεν θα μπορούσε ποτέ να τον ξεχρεώσει. Ο Διονύσης σκέφτηκε: «Έπρεπε να ξέρω ότι και αυτός ο άνθρωπος ήταν ακριβώς σαν τους άλλους. Με εκμεταλλεύτηκε και μου έκλεψε τα λεφτά. Στοιχηματίζω ότι ποτέ δεν σκόπευε να με ξεπληρώσει, ακόμη κι αν σοδειά θα ήταν καλή. Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι κανέναν αυτές τις μέρες, και είχα τόσες ελπίδες για αυτή την επένδυση, αλλά για μια ακόμη φορά, με εκμεταλλεύτηκε ένα κάθαρμα, και να ‘μαι τώρα χωρίς σχεδόν καθόλου λεφτά».
Η Κόρη του Εμπόρου
Ο Διονύσης περιπλανήθηκε στην επόμενη πόλη, όπου συνάντησε την κόρη ενός εμπόρου. Η Δανάη ήταν νέα και παιχνιδιάρα, με μακριά καστανά μαλλιά που κατέληγαν σε απαλές μπούκλες. Άρεσε αμέσως στον Διονύση, κι αυτή όμως δεν έμεινε αδιάφορη για τον νεαρό ταξιδιώτη. Η Δανάη ήταν το μοναχοπαίδι ενός πλούσιου εμπόρου που δεν είχε γιο για να κληρονομήσει την επιχείρησή του.
Ένα πρωί ο Διονύσης αποφάσισε να ζητήσει το χέρι της. Χτύπησε αποφασιστικά την πόρτα του σπιτιού της και ένας γεροδεμένος και καλοντυμένος κύριος άνοιξε την πόρτα. Ο Διονύσης απολογήθηκε που είχε έρθει απροειδοποίητα, αλλά ο έμπορος κάτι υποψιάστηκε από το βλέμμα του Διονύση.
Χαϊδεύοντας με το ένα χέρι τη γενειάδα του ρώτησε:
«Μπορώ να βοηθήσω; Τι θα ήθελες;»
Ο Διονύσης απάντησε: «Θέλω να παντρευτώ την κόρη σας, κύριε, να χτίσουμε τη ζωή μας μαζί, να κάνουμε οικογένεια και να μη χρειαστεί να ανησυχώ πια για στέγη, φαγητό ή συντροφιά».
Ο έμπορος φάνηκε δυσαρεστημένος. «Πώς θα επωφεληθείς από αυτό;»
Ο Διονύσης απάντησε: «Η Δανάη και εγώ αγαπιόμαστε, και δεν θα είμαστε πια μόνοι. Δεν θα χρειαστεί ποτέ πια να κοιμηθώ με άδειο στομάχι, και το σπίτι μας θα μας ζεσταίνει».
Μορφάζοντας ο έμπορος ρώτησε: «Πώς θα το ξέρεις όταν θα έχεις αυτό που θέλεις;».
«Δεν θα πεινώ και δεν θα κρυώνω. Η γυναίκα μου κι εγώ δεν θα είμαστε μόνοι, δεν θα έχουμε στεναχώριες. Και δεν θα το μετανιώσεις που θα με πάρεις στην οικογενειακή επιχείρηση», είπε ο Διονύσης.
Ο έμπορος ρώτησε: «Πώς θα πάρεις αυτά που θέλεις;».
Ο Διονύσης απάντησε, «Πες τη λέξη και όλα τα βάσανα μου θα τελειώσουν». Ο έμπορος σηκώθηκε από την καρέκλα του με ένα ύφος αηδίας στο πρόσωπό του. Έδειξε στον Διονύσης την πόρτα και τον διέταξε να φύγει από το σπίτι του αμέσως.
Η Δανάη που άκουσε τη φασαρία κατέβηκε τρέχοντας κάτω τη στιγμή που έκλεινε με κρότο η εξώπορτα.
«Δεν πρόκειται να ξαναδείς αυτόν τον νέο, κατάλαβες;». Ο έμπορος έπιασε το κεφάλι του με ταραχή καθώς είδε την απογοήτευση στο πρόσωπο της κόρης του. «Δεν ταιριάζει για σύζυγος σου, ούτε για κληρονόμος της επιχείρησής μου. Σκέφτεται μόνο αυτά που δεν θέλει και θέλει να ξέρει μόνο πως μπορεί να επωφεληθεί από μια κατάσταση. Ξέρω, λέει πως σε αγαπάει, αλλά μου απέδειξε ότι δεν έχει κάποιο σχέδιο με ποιον τρόπο να σε φροντίσει. Μπορεί να σου λείψει για μια δυο μέρες, αλλά θα ήσουν δυστυχισμένη μαζί του μια ζωή».
Ο Διονύσης περπατούσε με βαριά βήματα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, τα παπούτσια του άφηναν συννεφάκια σκόνης καθώς προχωρούσε. Ήταν έξαλλος με τον έμπορο που κατέστρεψε την ευκαιρία του για ευτυχία και πλουτισμό. «Έπρεπε να το περιμένω» μονολόγησε ξεφυσώντας. «Οι άνθρωποι είναι άδικοι και αχάριστοι. Η Δανάη δεν έπρεπε να με ενθαρρύνει και να μου δώσει ελπίδες. Ο άσπλαχνος πατέρας της προσποιήθηκε ότι με άκουσε. Ήταν ένα ακόμη παράδειγμα του πόσο διπρόσωποι και αδιάφοροι μπορεί να είναι οι άνθρωποι».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…